Ροκ και λογοτεχνία: σχέση αμφίδρομη.

«Γιατί λατρεύουμε τους τραγουδιστές; Πού κρύβεται η δύναμη των τραγουδιών τους», αναρωτιέται ο Σάλμαν Ράσντι στο βιβλίο του «Ο κόσμος κάτω απ’ τα πόδια της» -μια «ωδή στο μέλλον, γραμμένη στο ρυθμό του ροκ», καθώς αποκάλεσαν αυτό το κατεξοχήν «μουσικό» μυθιστόρημα. «Μπορεί η λατρεία να προκύπτει απ’ το παράδοξο της ύπαρξής τους και μόνο· απ’ το παράδοξο ότι υπάρχουν και τραγουδούν. (…) Μπορεί να ‘μαστε πλάσματα που ζουν αναζητώντας την έξαρση. Δεν μπορούμε να τη χορτάσουμε. Η ζωή μας δεν είναι αυτή που θα μας άξιζε να ζήσουμε. Ας το παραδεχτούμε: είναι από πολλές απόψεις λειψή, ατελής. Τα τραγούδια τη μεταμορφώνουν. Τα τραγούδια μάς δείχνουν έναν κόσμο που αξίζει τον πόθο μας. Μας δείχνουν τον εαυτό μας όπως θα μπορούσε να είναι, αν ήμασταν αντάξιοι του κόσμου αυτού». Σ’ αυτό το αγιογραφικό πορτρέτο της «πλανητικής ροκ σταρ» Βίνα Απσάρα, ο συγγραφέας επιχειρεί να διερευνήσει τη ρίζα της μεγάλης δύναμης του ροκ, τις αιτίες της παγκοσμιότητάς του, τους λόγους για τους οποίους ενσάρκωσε διαφορετικές εκφάνσεις της εξέγερσης.

Γιατί το ροκ εξέφρασε την εξέγερση ενάντια στους γονείς και τον ενήλικο κόσμο (ροκ εντ ρολ), ενάντια στην κοινωνία, ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ (ψυχεδελικό ροκ), ενάντια στον εφησυχασμό των πρώην επαναστατών του ’68 (πανκ), ενάντια στον αναφαινόμενο σκληρό νεοφιλελευθερισμό (εναλλακτικό ροκ). Αρδεύτηκε (κάπως θολά και αόριστα, είναι αλήθεια) από τα αναρχικά κινήματα και τροφοδοτήθηκε, στις καλύτερες στιγμές του, από τη λογοτεχνία. Αλλά η σχέση ήταν αμφίδρομη. Τα βέλη της επίδρασης κινήθηκαν και προς τις δύο κατευθύνσεις, σε μια, άκρως ενδιαφέρουσα, αμοιβαιότητα.

Και ιδού: Οι «Doors» δανείζονται το όνομά τους από τον τίτλο του βιβλίου του Αλντους Χάξλεϊ πάνω στις εθιστικές ουσίες· ο οραματικός ποιητής Γουίλιαμ Μπλέικ, αφού πρώτα ενέπνευσε τον Μπομπ Ντίλαν και τον Αλεν Γκίνσμπεργκ, ξαναβρίσκεται στον πυρήνα των τραγουδιών της Πάτι Σμιθ. Ο Ζαν Ζενέ γίνεται Jean Genie για τον Ντέιβιντ Μπόουι. Ο Γουίλιαμ Μπάροουζ τραγουδάει μαζί με τη Λόρι Αντερσον, βαφτίζει άθελά του το πειραματικό ροκ συγκρότημα «Soft Machine» με τον τίτλο ενός βιβλίου του, εμπνέει στον Τομ Γουέιτς και τον Μπομπ Γουίλσον την υποβλητική όπερα «The Black Rider» -ενώ η τεχνική των «cut-up» του παραμένει σταθερή αναφορά πολλών από τους σύγχρονους μουσικούς. Ο Εντγκαρ Αλαν Πόε τροφοδοτεί τα σκοτεινά οράματα του Λου Ριντ. Ο Ντον Ντελίλο αποτυπώνει την ενέργεια και τη θλίψη του ροκ στο βιβλίο του «Great Jones Street»· ο Τόμας Πίντσον δεν εκδιπλώνει στο βιβλίο του «Vineland» μονάχα τη νοσταλγία του για τη δεκαετία του ’60 και την εμβληματική μορφή του Τζίμι Χέντριξ, αλλά και υιοθετεί σε όλο του το έργο τον ασθματικό, γρήγορο, ρυθμικό και ανατρεπτικό τρόπο των καλύτερων ροκ στιγμών, θυμίζοντας συχνά, καθώς έγραψαν, τον Φρανκ Ζάπα και δοξολογώντας όλους τους πειραματιστές αυτού του «αλλόκοτου πεδίου» -δεν του αφιερώνει, λοιπόν, τυχαία η Λόρι Αντερσον ένα από τα τραγούδια του Mister Heartbreak. Τα ροκ συγκροτήματα ομνύουν στον Κέρουακ και οι περιοδείες τους θυμίζουν το ατελεύτητο «On the road» ταξίδι του. Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, μ’ αυτό το τρυφερό και συνάμα κυνικό βλέμμα του, με τους πανικούς του αγοραφοβικού αλκοολικού, ειπώθηκε ότι συγγενεύει εκλεκτικά με τον Τομ Γουέιτς. Ο Μποντλέρ, ο Ρεμπό, ο Ζενέ, ο Μαγιακόφσκι και φυσικά ο Αρτό στοιχειώνουν την εφηβική φαντασία του Τζιμ Μόρισον. Η γενιά των μπίτνικς μπολιάζει το ροκ τη στιγμή «που ο πρωτοπόρος της πολιτικοποιημένης φολκ Μπομπ Ντίλαν παίρνει στα χέρια του μια ηλεκτρική κιθάρα στο Φολκ Φεστιβάλ του Νιούπορτ το 1965», καθώς γράφει χαρακτηριστικά ο Νόρμαν Σπίνραντ. Στα έργα του Ιάπωνα Χαρούκι Μουρακάμι οι ρυθμοί του ροκ και της τζαζ δίνουν στη μυθοπλασία τον ιδιαίτερο τόνο της. Η επιστημονική φαντασία και οι ανατολικές διδασκαλίες τροφοδοτούν τα πολύχρωμα οράματα της ψυχεδέλειας.

Ο Γάλλος Μισέλ Ουελμπέκ δεν αναφέρεται στις μορφές της ροκ μυθολογίας μονάχα στο λογοτεχνικό του έργο ούτε γράφει ποιήματα που, απλώς, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν στίχοι του ροκ, αλλά συνεργάζεται και στη σύνταξη του μεγάλου Λεξικού της ροκ, που κυκλοφόρησε το 2000 από τις εκδόσεις «Laffont». Ο Αγγλοπακιστανός Χανίφ Κιουρέισι ανασυνθέτει τους νοσταλγικούς απόηχους της χρυσής εποχής των δεκαετιών’ 60 και’ 70, κάνοντας μάλιστα επίκεντρο της μυθοπλασίας του στο τελευταίο του βιβλίο «Το χάρισμα του Γκάμπριελ» τον φίλο του Ντέιβιντ Μπόουι. Και ο Βρετανός Νικ Χόρνμπι στήνει ένα ολόκληρο μυθιστόρημα («High Fidelity») πάνω στην εμμονή με τη ροκ δισκογραφία, λες και γράφει μια τρυφερή μπαλάντα για τη μοναξιά με τον τρόπο του Μπρους Σπρίγκστιν. Κι ύστερα, υπάρχουν και οι ροκ σταρ που ερωτοτρόπησαν με τη λογοτεχνία· όμως, αν τα τραγούδια τους έγιναν κλασικά, τα μυθιστορήματα και τα ποιήματά τους, λίγο ώς πολύ, καταδικάστηκαν στην αφάνεια. Μερικοί κάθε άλλο παρά αμελητέοι υπήρξαν.» (της Κατερίνας Σχινά από τη «Βιβλιοθήκη»της Ελευθεροτυπίας)

Κι ένα αγαπημένο τραγούδι από έναν καλλιτέχνη, που ωρίμασε μέσα στη ροκ και,  αξιοποιώντας τη μαθητεία του αυτή, άγγιξε την αρμονία της κλασικής μουσικής στη μετέπειτα πορεία του…

*το κείμενο παρατίθεται με σκοπό να δοθούν περαιτέρω ερεθίσματα έρευνας στις ομάδες της ερευνητικής εργασίας «Ροκ και λογοτεχνία». Γι΄αυτό, παρακαλώ, μελετήστε το προσεκτικά.

Share This: