Τραγούδια για τη μοίρα του μετανάστη και του εκτοπισμένου VI

Η μετανάστευση είναι ένα διαχρονικό ιστορικό φαινόμενο με ποικίλες προεκτάσεις. Δεν υπάρχει περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας χωρίς μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών. Το φαινόμενο βρίσκεται, ακόμη και στις μέρες μας, σε έξαρση, καθώς άνθρωποι από εξαθλιωμένες περιοχές του πλανήτη μεταναστεύουν σε αναζήτηση καλύτερης ζωής. Η μοίρα του «ξένου» και η δύσκολη ζωή του πρόσφυγα, του μετανάστη, του εκτοπισμένου, το εσωτερικό του δράμα,  ο αποκλεισμός και η εκμετάλλευση στις κοινωνίες αποδοχής, αναδεικνύονται μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο του ανώνυμου μετανάστη των παρακάτω τραγουδιών. Η μοναξιά, η συμμόρφωση σε μια παθητική στάση απέναντι στη σ΄τερηση δικαιωμάτων με αντάλλαγμα την επιβίωση και η απογοήτευση αποδίδονται και στα τρία τραγούδια με λυρισμό και παραπέμπουν σε πραγματικά βιώματα και συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές.

Σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου και μουσική Μίκη Θεοδωράκη «Ποιος τη ζωή μου».

Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά
να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα;
ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά
σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα

Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά
ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά;

Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά
στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;
πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά
που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;

Σε στίχους  Γιώργου Σκούρτη και μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου «Η φάμπρικα».

Η φάμπρικα δε σταματά
δουλεύει νύχτα μέρα
και πώς τον λεν το διπλανό
και τον τρελό τον Ιταλό
να τους ρωτήσω δεν μπορώ
ούτε να πάρω αέρα

Δουλεύω μπρος στη μηχανή
στη βάρδια δύο δέκα
κι από την πρώτη τη στιγμή
μου στείλανε τον ελεγκτή
να μου πετάξει στο αυτί
δυο λόγια νέτα σκέτα

Άκουσε φίλε εμιγκρέ
ο χρόνος είναι χρήμα
με τους εργάτες μη μιλάς
την ώρα σου να την κρατάς
το γιο σου μην το λησμονάς
πεινάει κι είναι κρίμα

Κι εκεί στο πόστο μου σκυφτός
ξεχνάω τη μιλιά μου
είμαι το νούμερο οχτώ
με ξέρουν όλοι με αυτό
κι εγώ κρατάω μυστικό
ποιο είναι τ’ όνομά μου

και «Σαν το μετανάστη», στίχοι: Λευτέρη Παπαδόπουλου, μουσική: Zulfi Livaneli.

Σαν τον μετανάστη στη δική σου γη
μέρα νύχτα λύνεις δένεις την πληγή
κι όλα γύρω ξένα κι όλα πετρωμένα
και δεν ξημερώνει να ‘ρθει χαραυγή

Στράγγισε η ζωή σου που αιμορραγεί
κάθε ώρα τρόμος πόνος και κραυγή
και σ’ ακούν οι ξένοι κι ο αδερφός σωπαίνει
αχ δεν είναι άλλη πιο βαθιά πληγή

Σύρμα κι άλλο σύρμα και χοντρό γυαλί
μάτωσε ο ήλιος την ανατολή
κλαις κι αναστενάζεις αχ ξενιτιά φωνάζεις
μα η ελπίδα μαύρο κι άπιαστο πουλί.

Share This: