«Η πρώτη λέξη» (μυθιστόρημα του Β. Αλεξάκη)

Η Βιβλιοκριτική του Δ. Κούρτοβικ από τα «Νέα»:«Σ’ ένα µυθιστόρηµα µε άξονες το ζήτηµα της καταγωγής της γλώσσας και τις συναρπαστικές διαδροµές των λέξεων, ο Βασίλης Αλεξάκης συνταιριάζει αφηγηµατικό, δοκιµιακό κι εγκυκλοπαιδικό λόγο – όπως έκαναν τα παλιά καλά µυθιστορήµατα…«Η πρώτη λέξη» δεν έχει ουσιαστικά πλοκή, όπως δεν έχουν τα περισσότερα µυθιστορήµατα αυτού του συγγραφέα. Είναι µια γοητευτική αλληλουχία από ανθρώπινα στιγµιότυπα, επισηµάνσεις, σχόλια, πότε πότε µικρά δοκίµια, ένα χαλαρό, αλλά όχι ανοργάνωτο σύνολο, που στον πυρήνα του βρίσκεται µάλλον η ποιητική αναζήτηση του Λόγου (µε την αρχαιοελληνική σηµασία του) παρά η διανοητική περιπέτεια του εντοπισµού της πρώτης λέξης. Λέξεις από τις πιο διαφορετικές γλώσσες συγκρίνονται και διερευνώνται, όχι τόσο µε τα εργαλεία της γλωσσολογίας όσο µε την ενσυναίσθηση, µε τη γεύση τους στο στόµα και την ηχώ τους στην ψυχή. Ευρήµατα της ζωολογίας και της παλαιοανθρωπολογίας, θεωρίες για την προέλευση της γλώσσας εναλλάσσονται µε σχόλια για τη γλωσσική και τη µεταναστευτική πολιτική, σκηνές από τους παριζιάνικους δρόµους µε αναµνήσεις από ελληνικά παιδικά τραγούδια, πορτρέτα ανθρώπινων χαρακτήρων µε συζητήσεις για τη γλώσσα, εικόνες τοπίων µε απορίες για το νόηµα βουβών χειρονοµιών – γιατί και η σιωπή έχει το µερίδιό της στη γλώσσα και η πρωταρχική σηµασία της γαλλικής λέξης mot (λέξη) ήταν, όπως µας πληροφορεί ο Αλεξάκης, ακριβώς «σιωπή».  Γλώσσα δεν είναι άλλωστε µόνον ο έναρθρος λόγος. Ολόκληρο το µυθιστόρηµα του Αλεξάκη πραγµατεύεται ουσιαστικά την ανθρώπινη επικοινωνία στις διάφορες µορφές της. Στις ωραιότερες στιγµές του ανήκουν εκείνες που περιγράφουν τον τρόπο έκφρασης της κωφάλαλης οικιακής βοηθού. Όταν π.χ. αυτή αποδίδει στη νοηµατική γλώσσα τη ρήση του Καρτέσιου «Σκέφτοµαι, άρα υπάρχω», δεν µπορούµε παρά να συµφωνήσουµε µε την ηρωίδα ότι η εντύπωση είναι ισχυρότερη και συγκινητικότερη από αυτή της φράσης. Και είναι συγκλονιστική η περιγραφή µιας λειτουργίας για κουφούς, όπου το εκκλησίασµα ψάλλει µε χειρονοµίες, υπό τη διεύθυνση ενός «µαέστρου» που οι κινήσεις του ακολουθούν το τέµπο της µουσικής του αρµόνιου…
Ο αποσπασµατικός χαρακτήρας των επεισοδίων θα µπορούσε, στα χέρια ενός συγγραφέα µε διαφορετική τεχνοτροπία και πρόθεση, να οδηγήσει στην εικόνα ενός θρυµµατισµένου σύµπαντος. Ο Αλεξάκης, όµως, κατορθώνει να µας αφήνει διαρκώς µια αίσθηση συνοχής των ετερόκλητων υλικών του βιβλίου του. Ώς έναν βαθµό χάρη στη µορφή που έδωσε στο κεντρικό πρόσωπό του, µια µοναχική γυναίκα που βλέπει τα πάντα µε καινούργιο βλέµµα µετά τον θάνατο του αδελφού της, διαπορεί και ζητάει να µάθει µε µια σχεδόν απλοϊκή επιµονή. Αλλά κυρίως χάρη στη γραφή του, λαγαρή, ρέουσα, εξαιρετικά παραστατική, χωρίς κλισέ εκφράσεις ούτε, από την άλλη, λογοτεχνίζοντες ακκισµούς, θαυµαστά ισορροπηµένη ανάµεσα στη στοχαστικότητα και τη φιλοπαιγµοσύνη, ανάµεσα στη µελαγχολία και το χιούµορ, µια γραφή φαινοµενικά «εύκολη», αλλά ας δοκιµάσει κανείς να τη µιµηθεί και θα δει πόσο µόχθο κρύβει µέσα της. Μια γραφή, τέλος, που µας υπενθυµίζει ότι η σηµερινή καλή λογοτεχνία δεν είναι ανάγκη να κατατρίβεται στο να µας δείχνει ολοένα αυτό που ξέρουµε από καιρό: πόσο κατακερµατισµένος είναι ο κόσµος µας. Μπορεί και να κάνει αυτό που έκανε πάντοτε: να τον αναδιοργανώνει µε τη δύναµη της αφήγησης.
Όσο για την πρώτη λέξη, αυτή φυσικά δεν θα βρεθεί. Έδωσε όµως «το ωραίο ταξίδι». Το οποίο δεν ήταν µόνον ωραίο αλλά και πολλαπλά διδακτικό. Το βασικότερο ίσως δίδαγµά του είναι ότι οι γλώσσες δεν φοβούνται και δεν περιφρονούν η µια την άλλη. Ήταν ανέκαθεν ανοιχτές σε αµοιβαίες επιδράσεις και ήξεραν να τις αφοµοιώνουν δηµιουργικά. Εχθρός κάθε γλωσσικού φονταµενταλισµού και εθνικισµού, ο Αλεξάκης, λίγες σελίδες πριν από το τέλος του βιβλίου του, συνοψίζει τη θέση του για την ιδεολογία της «ανόθευτης» γλώσσας στην ωραία φράση «Φαίνεται ότι οι γλώσσες έχουν µεγαλύτερη έφεση στο διάλογο απ’ ό, τι οι χρήστες τους». Ανεπιφύλακτα το προτείνουμε για ανάγνωση».

Δείτε και την παλιότερη παρουσίαση του συγγραφέα από το Νίκο Μπακουνάκη στο «Βήμα», αλλά και την παρουσίαση του βιβλίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο.

Share This: