Δημοκρατία= ελευθερία και ηπιότητα vs δημαγωγία= κολακεία και βία

Για τη βαθύτερη κατανόηση των ιδεών του «Επιταφίου», παραθέτουμε το κείμενο της Ζακλίν Ντε Ρομιγί το οποίο αναφέρεται στις θεμελιακές αξίες της πολιτείας που εξιδανικεύει ο Θουκυδίδης μέσω του Περικλή.

«Η δημοκρατία θεμελιώθηκε στην Αθήνα λίγο πριν από την έναρξη του 5ου π.Χ. αιώνα. Αρχίζει με τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη. Υπήρξαν σ’ αυτές στοιχεία που την προετοίμαζαν στη συνέχεια έγινε σαφέστερη. Πιστεύω όμως ότι η αληθινή συνείδηση του δημοκρατικού ιδεώδους αναπτύσσεται προοδευτικά, στη διάρκεια του 5ου αιώνα, όταν η Αθήνα ήλθε αντιμέτωπη αρχικά με τους μηδικούς πολέμους, οι οποίοι την έφεραν σε αντίθεση με το απολυταρχικό καθεστώς της Περσίας, και, στη συνέχεια, στο τέλος του αιώνα, με το ολιγαρχικό πολίτευμα της Σπάρτης. Οπωσδήποτε, αυτή την εντύπωση μας δίνουν τα κείμενα.
Η λέξη δημοκρατία εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Ηρόδοτο, ήδη σε μια απ’ αυτές τις συγκρίσεις ανάμεσα στα πολιτεύματα που θα γίνουν προσφιλείς στους έλληνες συγγραφείς. Αλλά, αν εξετάσουμε αυτά τα κείμενα που εξυμνούσαν το δημοκρατικό ιδεώδες, σε αντίθεση με τα άλλα πολιτεύματα, και, ιδιαίτερα, στην εποχή του Περικλή ή στα επόμενα χρόνια, δύο αρχές αναδύονται ευκρινώς. Λέω δυο αρχές, γιατί όλα αυτά τα κείμενα δε μας περιγρά­φουν θεσμούς ή λεπτομέρειες οργάνωσης – που δε θα μας συγκινούσαν πια σήμερα – αλλά πηγαίνουν κατευθείαν στις μεγάλες θεμελιακές ιδέες στις οποίες εδραιώνεται η δημοκρατία. Ένα ωραίο παράδειγμα γι’ αυτό μας προσφέρεται από τη ρήση για τη δημοκρατία στις Ικέτιδες του Ευριπίδη. Εδώ, ως απάντηση στο Θηβαίο κήρυκα, ο οποίος φυσικά είναι ευνοϊκός στην απόλυτη εξουσία, υπάρχει μια ρήση όπου αναπτύσσονται με πολλή ακρίβεια δύο αρχές: αρχικά, οι γραπτοί νόμοι, κοινοί για όλους, έγκυροι για όλους‘ και, σε μερικούς στίχους, ο Ευριπίδης λέει ότι, σ’ αυτή την περίπτωση, ο αδύνατος μπορεί να απαντήσει στην προσβολή του ισχυρού, και ο μικρός, αν έχει δίκιο, να νικήσει το μεγάλο.
 Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι και οι νόμοι συνεπώς προστατεύουν τους αδύνατους. Η δεύτερη αρχή είναι αυτή που μας παρέχει τη δυνατότητα, αν το επιθυμούμε, να παρεμβαίνουμε στη συνέλευση, να συμμετέχουμε στη διαχείριση της πόλης, και ο όρος αυτός αντιπροσωπεύει την ίδια την ιδέα της ελευθερίας και της ισότητας, δύο λέξεις που γνωρίζουμε καλά σήμερα. Προσθέτω ότι αν αναφέρομαι στον Επιτάφιο Λόγο, που ο Θουκυδίδης αποδίδει στον Περι­κλή, αρχίζουμε ακριβώς, με τις δύο αυτές αρχές: νόμοι ίσοι για όλους, ελεύθερη συμμετοχή στη διαχείριση της πόλης, και δε θα επιμείνω πολύ σ’ αυτές τις δύο αρχές, που θα άξιζε όμως τον κόπο, παρά μόνο για να δηλώσω στο χωρίο τη σημασία αυτή του ρόλου των νόμων, θα επιθυμούσα να επιμείνω σε μερικές λέξεις, γιατί αποτελούν πραγματικά μια ιδέα που επανευρίσκουμε σε όλα τα ελληνικά κείμενα. Ο έπαινος του νόμου, ο οποίος είναι η εγγύηση της ελευθερίας, η προστασία των αδυνάτων, το προπύργιο κατά της βίας, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της δημοκρατίας: αντίθετα, στην ολιγαρχία, ο νόμος εξαρτάται από την αυθαιρεσία ενός ανθρώπου, όπως λέει ο Ευριπίδης, (κι έχει νόμο τη θέληση του», αυτός παρ’ αύτω.
Αλλά σε αυτές τις δύο αρχές πρέπει να προσθέσουμε ακόμη μια άλλη, ίσως πολλές άλλες. Γιατί και στο κείμενο του Ευριπίδη και στο αντίστοιχο του Θουκυδίδη, βλέπουμε ταυτόχρονα να εμφανίζεται η ιδέα ότι υπάρχει μια ανεκτικότητα και μια ηπιότητα αμοιβαίες, οι οποίες συνάπτονται στη δημοκρατία. Στον Θουκυδίδη προσδιορίζεται με ακρίβεια ότι οι πολίτες, μεταξύ τους, αποφεύγουν τις αντιδικίες’ στην Ευριπίδη, βλέπουμε την Αθήνα να υπερασπίζεται τους καταπιεσμένους που καταδιώκει ένας τύραννος και υπενθυμίζουμε ότι αυτός ο τύραννος είναι πάντοτε άνθρωπος βίαιος, που εξοντώνει τους δυνα­τούς, γιατί τους φοβάται και κάνει να βασιλεύει ο φόβος στην πολιτεία. Αυτή η ιδέα της ηπιότητας έρχεται μετά τις δύο μεγάλες αρχές, αλλά δεν παραλεί­πει να εμφανίζεται και θα γίνει απτή με την πάροδο του χρόνου. Στα κείμενα γίνεται λόγος για «τήν πραότητα τῶν Ἀθηνῶν» ή ακόμη βρίσκουμε στον Ισο­κράτη «τήν πραότητα τοῦ δήμου».
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Γιατί στον Επιτάφιο Λόγο γλιστράμε σε λίγο σε όλες τις αρετές, σε όλες τις αξίες που αναπτύσσονται στα ίχνη της ελευθερίας. Το θάρρος γίνεται διαφορετικό, γιατί οφείλεται στην εμπιστοσύνη που εμπνέει η ελευθερία. Λείπουν οι κανονισμοί, η απαγόρευση, τα απαγορευμένα θεάματα· αντίθετα, η ψυχαγωγία, η ανάπτυξη του καθενός, η δυνατότητα να αναλαμβά­νουν ρόλους διαφορετικούς με ισότιμη διάθεση, ο τρόπος να συνδυάζουν το λόγο με την πράξη, εν συντομία, να αναπτύσσεται και να είναι ανοιχτός σε όλα. Η ζωή στη δημοκρατία, είναι ένας ορισμένος τρόπος ζωής, όπως ήθελαν να τον ασκούν στην Αθήνα, και ο οποίος αντιτίθεται στον τρόπο ζωής στη Σπάρτη.
Αναγνωρίζουμε στο σύγχρονο κόσμο αυτά τα δύο είδη βίου ανάμεσα στα οποία οφείλουμε να επιλέξουμε. Αυτή η μεγάλη διεύρυνση της ζωής είναι ιδιαίτε­ρη στον Επιτάφιο Λόγο, αλλά σχετίζεται επίσης με μια τάση της ελληνικής σκέψης, γιατί όλες οι περιγραφές των θεσμών προεκτείνονται πάντοτε σε μια πε­ριγραφή ηθών και τρόπων ζωής. Η ιδέα πολιτεύματος, θεσμών, είναι ενιαία.
 Για τον Θουκυδίδη, τα πράγματα είναι προφανή. Στο δεύτερο βιβλίο, επιχειρεί έναν απόλυτο διαχωρισμό ανάμεσα στον Περικλή και στους διαδόχους του, λέγοντας ότι αυτοί εδώ όντας περισσότερο ίσοι μεταξύ τους, κατέληξαν βαθμηδόν να μιλάνε επιδιώκοντας να ευχαριστήσουν το λαό, για να ικανοποιή­σουν τις προσωπικές τους φιλοδοξίες. Έχουμε μια κρίση και η ιστορική διήγηση την ενισχύει με ιδιαίτερη έμφαση. Ο Θουκυδίδης το δείχνει σαφέστατα με αφορμή τον Κλέωνα και με αφορμή τα δύο επεισόδια, όπου ο Κλέων παρεμβαί­νει ακολουθώντας, κατά τη γνώμη του, μια κατεύθυνση καταδικαστέα: η εξέ­γερση της Μυτιλήνης, με την αυστηρότητα που θέλησε να γίνει αποδεκτή ο Κλέων για την εξόντωση των εξεγερμένων, και το επεισόδιο της Πύλου, όπου με χυδαία μέσα κατόρθωσε να του αναθέσουν την εντολή να ηγηθεί των Αθηναίων στην Πελοπόννησο, αφού είχε αποτύχει η προσπάθεια ειρήνης ανάμεσα στους δύο λαούς. Και στις δύο περιπτώσεις ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί, και είναι το πρώτο παράδειγμα, τη λέξη δημαγωγό, λέγοντας ότι ο Κλέων ήταν αυτή την εποχή ο ρήτορας με τη μεγαλύτερη απήχηση στο λαό και τις δύο φορές κολακεύει το λαό υιοθετώντας τη βιαιότητα του. Βρισκόμαστε στο 425. Ο Περικλής πέθανε, όπως γνωρίζετε το 429…»

Share This: