Πολιτισμός Αμνησίας;

Τα σύγχρονα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας τελικά επιβεβαιώνουν (;) τους φόβους του Πλάτωνα, ο οποίος στο διάλογό του «Φαίδρος» φοβόταν πως η διάδοση της γραφής θα καταργήσει τη μνήμη. Το κείμενο του Κωστα Θ. Kαλφοπουλου από την «Καθημερινή» (στήλη Eξ αφορμής) αναφέρεται στον τρόπο που τα ψηφιακά μέσα αλλοιώνουν τη λειτουργία της μνήμης:

«Τι άλλο μπορεί να ’ναι η μνήμη στον άνθρωπο, παρά η αφορμή να ξεχνάει;», αναρωτιέται σε ανύποπτους χρόνους ο πάντα υποψιασμένος Γιάννης Σκαρίμπας, αδιαφιλονίκητος πατέρας της φανταιζί ποίησης, του «Βατερλώ δύο γελοίων», αλλά και του Ιωάννου Μαριάμπα, του πλέον χαρακτηριστικού αντιήρωα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Από τη γέννησή του, ο άνθρωπος επισκέπτεται αδιάλειπτα τρεις πατρίδες: τον γενέθλιο τόπο, τη μητρική γλώσσα και την παιδική ηλικία, διασχίζοντας τη γέφυρα της μνήμης και των αναμνήσεων. Μέχρι τα τέλη του ’80, ο δυτικός άνθρωπος χαρτογραφούσε τη μνήμη με τα παραδοσιακά εργαλεία (ημερολόγια, άλμπουμ, σημειωματάρια, κασέτες): σαν τον Οδυσσέα ξυλάρμενος αντιστεκόταν στις Σειρήνες και τους Λωτοφάγους, μια ομηρική εικόνα που ενέπνευσε ολόκληρο κεφάλαιο στη «Διαλεκτική του Διαφωτισμού» των Αντόρνο – Χορκχάιμερ. Με την έλευση των υπολογιστών, που κορύφωσαν και ενέτειναν τη διαμεσολαβημένη επικοινωνία (ραδιοτηλεόραση, φωνόγραφος, τηλέφωνο, γραφομηχανή, τηλέτυπο), ο άνθρωπος καλείται σε ατομικό επίπεδο για πρώτη φορά να διαχειριστεί τη μνήμη (ιδιωτική, δημόσια, συλλογική), δηλ. να την οργανώσει και να την ταξινομήσει σε ηλεκτρονικά αρχεία και εικονικούς φακέλους.

Με τη χρήση των προσωπικών υπολογιστών η εργαλειοποίηση της μνήμης μέσω bits and bytes εκτοξεύεται σε διαστάσεις ασύλληπτες για τον κοινό νου, ενώ σμικρύνεται ο χωρο-χρόνος της εμπειρίας, συρρικνώνοντας τον πολιτισμό της ανάμνησης, ως κύριας προϋπόθεσης του ανθρωπισμού και της ταυτότητας, και επιταχύνοντας τη λήθη (Ρ. Κόζελεκ). Ο, τι επανερχόταν στη μνήμη μέσω ενός ερεθίσματος, που ανακαλεί συνειρμικά βιωματικές εικόνες από το παρελθόν (ένα παιδικό καλοκαίρι, μία ξεχωριστή σχολική μέρα, ένας στίχος, μια κουβέντα κ. λπ.), ακολουθεί πλέον τη διαδικασία της αποθήκευσης ή της ταυτόχρονης σύλληψης, καθώς εικόνες, κείμενα και ήχοι εγκαταλείπουν την πεπαλαιωμένη αναπαραγωγιμότητα (μηχανική, τεχνική, αναλογική) για να αποθηκευτούν ψηφιακά, ενώ η κάθε στιγμή μετατρέπεται σε στιγμιότυπο στην οθόνη του κινητού.

Η λογική και πρακτική της πρωταρχικής συσσώρευσης, αποθήκευσης και συλλογής δεδομένων, από το iPod (ουσιαστικά ένα φορητό μίνι τζουκ-μποξ) μέχρι τα tablets, και από τα δημόσια φωτογραφικά άλμπουμ του flickr, το youtube και τα blogs, το μόνο που καταφέρνουν τα πολυμέσα είναι να αποξενώνουν, σταδιακά, αλλά αναπόδραστα, τον άνθρωπο από τις αναμνήσεις του, με πρόσχημα την αποθήκευση. Ουσιαστικά, κανείς δεν (μπορεί να) κάνει απόλυτη χρήση όλων των αρχείων που μεταφέρει στον υπολογιστή του, κανείς δεν ακούει επί 24 ώρες μουσική, κανείς δεν διαβάζει όλους τους συνδέσμους στα διαδικτυακά «υπερκείμενα» και κανείς δεν επικοινωνεί με το αδιαφανές σύνολο των «κοινωνικών δικτύων». Στον ψηφιακό πύργο της Βαβέλ, που υλοποιεί την ουτοπία της «δικτύωσης των αποθηκευτικών περιοχών» (storage area networking), ο άνθρωπος-χρήστης καταδικάζεται σε ισόβια τεχνική αμνησία: τιθασεύει (αποθηκεύει) πολλαπλασιαστικά τη μνήμη, αλλά εξορίζει την ανάμνηση.

Οπως ο πιτσιρικάς παραθεριστής της διαφήμισης, που σαν νέος Ροβινσώνας καταφεύγει πανικόβλητος σε μία καρτποστάλ – μπουκάλι για να καλύψει το κενό της ηλεκτρονικής – κοινωνικής δικτύωσης, έστω και με διαδικτυακές συνδηλώσεις, θα επιστρέφει αιώνια στις θεμελιώδεις πρακτικές της επικοινωνίας: την οργάνωση της σκέψης πάνω στο χαρτί, τη γραφή, την αλληλογραφία που θα γίνει μνημοσύνη».

Share This: