«Τα βιβλία αλλάζουν το πεπρωμένο των ανθρώπων»;

Άλλη μια πρόταση ανάγνωσης για το ρόλο των βιβλίων στη ζωή μας. «Το χάρτινο σπίτι» αποτελεί τον νοητό ή και πραγματικό κόσμο που φτιάχνουν όσα βιβλία μας καθόρισαν τη σκέψη και τη σχέση μας με τον κόσμο.

Η ενδελεχής παρουσίαση της ενδιαφέρουσας νουβέλας από την Αργυρώ Μάντογλου (Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας): «Τα βιβλία αλλάζουν το πεπρωμένο των ανθρώπων» διαβάζουμε στην πρώτη σελίδα της αλληγορικής νουβέλας του Αργεντινού Ντομίνγκες, στην οποία, πέρα από τον συγκλονιστικό τρόπο με τον οποίο περιγράφονται τα συμπτώματα, οι κρίσεις και οι επιπτώσεις της «ασθένειας» της βιβλιομανίας, αποτίεται φόρος τιμής στους Αργεντινούς συγγραφείς Μπόρχες, Κασάρες, Τζούλιο Κορτάσαρ κ.ά., αλλά και στον Τζόζεφ Κόνραντ, στον οποίο το «Χάρτινο σπίτι» είναι αφιερωμένο.

Το ανθρώπινο πεπρωμένο, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, μπορεί να αλλάξει μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά από την επίδραση των βιβλίων, και φυσικά, όχι μόνο από το περιεχόμενό τους, αλλά μέσα από την πραγματική τους υπόσταση, από τον όγκο, το βάρος, τη θέση αλλά και τη χρήση τους. Για παράδειγμα, ένας φίλος του αφηγητή έσπασε το πόδι του προσπαθώντας να φτάσει ένα αντίτυπο του «Αβεσαλώμ Αβεσαλώμ» του Γουίλιαμ Φόκνερ που ήταν τοποθετημένο σε ένα ψηλό ράφι κι ένας καθηγητής αρχαίων γλωσσών έμεινε παράλυτος, όταν προσγειώθηκαν στο κεφάλι του πέντε τόμοι της Εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα. Τα βιβλία είναι υπεύθυνα όχι μόνο για την αναστάτωση της ψυχικής υγείας των αναγνωστών αλλά και για άλλα ατυχήματα, ειδικά όταν αποσπούν την προσοχή τη στιγμή που αυτή χρειάζεται περισσότερο. Η ηρωίδα του Ντομίνγκες, Μπλούμα Λένον, καθηγήτρια στο Κέιμπριτζ, έχασε τη ζωή της με τον πλέον ανορθόδοξο τρόπο: περπατούσε στο Σόχο διαβάζοντας ποιήματα της Εμιλι Ντίκινσον από ένα παλιό αντίτυπο που είχε μόλις αγοράσει σε ένα βιβλιοπωλείο και σε μια διασταύρωση τη χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Η Μπλούμα υπήρξε κυριολεκτικά θύμα της αναγνωστικής της μανίας και η λαμπρή πανεπιστημιακή της σταδιοδρομία τερματίστηκε άδοξα, όπως είπε και ένας συνάδελφός της στη νεκρώσιμη ακολουθία. Το ατυχές αυτό επεισόδιο γίνεται θέμα συζητήσεων στην πανεπιστημιακή κοινότητα και ο κεντρικός προβληματισμός περιστρέφεται γύρω από το «αν το ποίημα ή το αυτοκίνητο την πήρε από τον κόσμο».

Λίγο καιρό αργότερα, ο κεντρικός αφηγητής μέσα από τον οποίο μαθαίνουμε τη θλιβερή ιστορία τής Μπλούμα, διάδοχός της στην έδρα στο πανεπιστήμιο αλλά και ένας από τους πολλούς εραστές της, λαμβάνει έναν φάκελο από την Ουρουγουάη που απευθύνεται στην εκλιπούσα συνάδελφό του. Ο φάκελος περιέχει ένα στραπατσαρισμένο αντίτυπο της «Γραμμής της σκιάς» του Κόνραντ, συγγραφέα στον οποίο η Μπλούμα εκπονούσε τη διατριβή της, με ίχνη τσιμέντου στο εξώφυλλο και λεπτά στρώματα σκόνης ανάμεσα στις σελίδες. Στο εσωτερικό του βιβλίου υπάρχει μια ιδιόχειρη αφιέρωση της Μπλούμα σε κάποιον Κάρλος Μπράουερ, με τον οποίο πρέπει να είχε ένα σύντομο ειδύλλιο όταν είχε επισκεφτεί την Ουρουγουάη για κάποιο συνέδριο. Ο παραλήπτης αναλαμβάνει να εντοπίσει τον Κάρλος και να του επιστρέψει το σημαδεμένο αντίτυπο. Η αναζήτησή του θα τον οδηγήσει πίσω στο Μπουένος Αϊρες, απ’ όπου κατάγεται, και από εκεί στο Μοντεβίδεο, όπου και επισκέπτεται τον Χόρχε Ντινάρλι, τον ιδιοκτήτη ενός εκ των καλύτερα εφοδιασμένων παλαιοβιβλιοπωλείων, ο οποίος πράγματι γνώριζε τον Μπράουερ, τρομερό βιβλιόφιλο, από εκείνους που πλήρωναν τεράστια ποσά προκειμένου να αποκτήσουν κάτι που έλειπε από τη βιβλιοθήκη τους. Ο αφηγητής κατανοεί πως «Η γραμμή της σκιάς» τον έχει οδηγήσει σε ολισθηρές ατραπούς και κατά τη διάρκεια της αναζήτησης του μυστηριώδους συλλέκτη επαναφέρει μια φράση από το βιβλίο του Κόνραντ, η οποία μοιάζει να αφορά με παράξενο τρόπο τόσο τη μοίρα της νεκρής όσο και τη μοίρα του αποστολέα του βιβλίου με το τσιμέντο: «Ο κόσμος των ζώντων, όπως είναι, περιέχει ήδη αρκετά θαύματα και μυστήρια· θαύματα και μυστήρια που ενεργούν πάνω στα αισθήματα και τη διάνοιά μας με τρόπους τόσο ανεξήγητους, που θα είχαμε κάθε λόγο να θεωρούμε τη ζωή μια μαγική κατάσταση».

Χαμένος στις σελίδες

Ο Ντινάρλι τον παραπέμπει στον Ντελγάδο, φίλο του Μπράουερ, ο οποίος του εκθέτει απερίφραστα την περίπτωσή του, αλλά και τα γενικότερα συμπτώματα της παθολογίας του: ο Μπράουερ, ένας ακραίος βιβλιομανής, ο οποίος ξόδευε όλα τα λεφτά του σε δημοπρασίες και στη συντήρηση των βιβλίων, έμενε μόνος του σε ένα διαμέρισμα όπου οι βιβλιοθήκες κάλυπταν τους τοίχους όλων των δωματίων, τα βιβλία απλώνονταν σε όλους τους χώρους και παντού υπήρχαν σπάνιες εκδόσεις και σειρές από παλιά περιοδικά, εγκυκλοπαίδειες και λεξικά, μέχρι που χάρισε το αυτοκίνητό του σε έναν φίλο του για να χρησιμοποιήσει και το γκαράζ ως αποθηκευτικό χώρο.

Η μανία του Μπράουερ είναι κατανοητή στον αφηγητή, καθώς αντιλαμβάνεται και την ικανοποίηση που αντλεί, τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση σε άλλες εποχές και ιστορίες: «Η βιβλιοθήκη είναι μια πύλη στο χρόνο», λέει, επαναλαμβάνοντας τη ρήση του Μπόρχες. Οταν, όμως, οι τόμοι των βιβλίων άρχισαν να στοιβάζονται παντού και να διεκδικούν τη δική τους ζωή, ο μανιώδης συλλέκτης αρχίζει να καταπιάνεται με την ενημέρωση των αρχείων του, γιατί, καθώς λένε, «βιβλίο που δεν βρίσκεται είναι βιβλίο που δεν υπάρχει», τοποθετώντας κάθε βιβλίο στη θέση που του αρμόζει, αποφεύγοντας να βάλει δίπλα δίπλα δύο μαλωμένους συγγραφείς, επινοώντας έναν προσωπικό, κωδικοποιημένο τρόπο ταξινόμησης, ενώ ταυτόχρονα αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια εξάντλησης και τρέλας.

Την ίδια εποχή απέκτησε και κάποιες παράξενες συνήθειες, τα διαβάσματά του τα συνόδευε με ανάλογη μουσική και όταν, για παράδειγμα, διάβαζε συγγραφείς του 19ου αιώνα, χρησιμοποιούσε κεριά, δίνοντας πάντα ιδιαίτερη σημασία στους «διαδρόμους» της σελίδας, στις λωρίδες που από γραμμή σε γραμμή διέσχιζαν τις παραγράφους, οι οποίες ήταν ενδεικτικές της κλάσης του συγγραφέα, καθώς αποδείκνυαν την προσεκτική επιλογή των λέξεων προκειμένου να διατηρηθεί ο ρυθμός των προτάσεών του.

Μέχρι που ένα βράδυ ο Μπάουερ βίωσε την αποτέφρωση του ονείρου του, όταν ένα αναμμένο κερί έπεσε πάνω στην αρχειοθήκη του και την έκαψε. Μετά τη φωτιά πούλησε το σπίτι και πήγε σε ένα συνέδριο συγγραφέων ως ακροατής, όπου και συνάντησε και την Μπλούμα.

Στη συνέχεια, αγοράζει μια παραθαλάσσια έκταση με θέα τον ωκεανό και θάβει κυριολεκτικά τη ζωή του, χρησιμοποιώντας τα βιβλία του ως τούβλα στο σπίτι που έκτισε, περιβάλλοντας τη μνήμη με τσιμέντο, σφραγίζοντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, την ιστορία του, ώστε «οι χάρτινοι φίλοι του» να γίνουν κυριολεκτικά το σπίτι του και να συνεχίσουν να τον προστατεύουν από τους ανέμους.

Ετσι εξηγείται και το μυστήριο της ύπαρξης τσιμέντου στο βιβλίο της Μπλούμα: όταν η γυναίκα με την οποία πέρασε μια ερωτική βραδιά του ζήτησε πίσω το βιβλίο που του είχε χαρίσει, ο Μπράουερ θα γκρεμίσει ολόκληρο το χάρτινο σπίτι προκειμένου να της το επιστρέψει.

Οταν αργότερα ο αφηγητής θα επισκεφτεί το τοπίο και θα δει τα βιβλία σχισμένα και εκτεθειμένα στα στοιχεία της φύσης, θα αντιληφθεί τη μυστική σύνδεση της Μπλούμα με το χάρτινο σπίτι, αλλά και το πώς ο παθιασμένος συλλέκτης κατόρθωσε να αλλάξει το πεπρωμένο τους επινοώντας μια καινούρια χρήση γι’ αυτά, εκθέτοντας τα «στη βία και στα στοιχεία της φύσης που ανέφεραν οι σελίδες τους».

Οι ζωντανοί οργανισμοί

Η σύντομη αυτή νουβέλα εξερευνεί θέματα με τα οποία καταπιάνονται οι ακαδημαϊκοί εδώ και αιώνες: τη σχέση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη γλώσσα, την πεποίθηση πως δημιουργώντας μια βιβλιοθήκη δημιουργείς και μια ζωή, την ιδέα πως τα βιβλία έχουν τη δική τους μοίρα αλλά και με την ψυχαναγκαστική προσήλωση και ευλάβεια που ορισμένοι επιδεικνύουν στη συγκέντρωσή τους, οδηγούμενοι στα άκρα. Δημιουργώντας μια αλληγορία για τον λογοτεχνικό κόσμο και τις επιπλοκές του, ο Ντομίνγκες μας διηγείται μιαν απλή επιφανειακά ιστορία, η οποία καταλήγει σε μια Οδύσσεια όταν το στραπατσαρισμένο βιβλίο απευθύνει μια «σιωπηρή ικεσία» και απαιτεί την επίλυση του μυστηρίου του σαν ζωντανός οργανισμός.

Το «Χάρτινο Σπίτι» θα μπορούσε να διαβαστεί και ως σάτιρα των μονομανιών, αφού κάθε μονομανία όταν οδηγηθεί στα άκρα μπορεί να αποδειχθεί ακόμα και φονική. Επιπλέον, με σκωπτική διάθεση προειδοποιεί πως μπορεί μεν τα βιβλία να αλλάζουν το πεπρωμένο των ανθρώπων, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το κάνουν, όπως αποδεικνύεται σε αυτήν τη φανταστική αλληγορία, δεν είναι πάντα ο αναμενόμενος».

Κι ένα tango για να μπείτε στη λατινοαμερικάνικη ατμόσφαιρα του βιβλίου…

Share This: