Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός του Jackson Pollock.

Αφού η χθεσινή μας – απροσχεδίαστη – συνάντηση με τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό του Πόλοκ (στο μάθημα Ιστορίας της τέχνης) οδήγησε σε πολύ γόνιμη συζήτηση μέσω της οποίας αναδείξαμε ζωτικά ζητήματα για τον τρόπο «ανάγνωσης» της τέχνης, δίνουμε περισσότερες πηγές ώστε να διαμορφώσουμε ολοκληρωμένη εικόνα για το έργο και τη συνεισφορά του ιδιόρρυθμου Αμερικανού δημιουργού. Η πιο εντυπωσιακή προσέγγιση είναι η κατάδειξη της φρακταλικής – μαθηματικής δομής των έργων του, τα οποία, κάποιος άπειρος θεατής θα μπορούσε να απορρίψει ως αποτέλεσμα τυχαίας χρωματικής διάταξης και στρωματογραφίας.

«Ο Τζάκσον Πόλοκ υπήρξε ο άνθρωπος που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο επανεφηύρε τη ζωγραφική, μ’ άλλα λόγια το δικαίωμα να ζωγραφίζουμε χωρίς παρελθοντικές αναφορές. Παράλληλα, διατύπωσε ένα εικονογραφικό ιδίωμα και έναν εκφραστικό αυτοματισμό που έμελλαν να δημιουργήσουν σχολή και στις ΗΠΑ και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ο Πόλοκ παρέμεινε σ’ όλη τη ζωή του μια πυρετώδης αντίφαση, το υπόδειγμα του αβανγκάρντ δημιουργού που οφείλει να υπερβεί τον εαυτό του, να αντιπαλέψει με τους δαίμονές του για να γοητεύσει την ιστορία.
Το καινούριο, ως ο νεωτερικός μύθος δηλοί, πάντα κυοφορείται με ωδίνες και συχνά εξοντώνει όποιον το γεννά. Ετσι ο Πόλοκ ζήλωσε τη μοίρα του Βαν Γκογκ και διεκδίκησε ανάλογη τύχη, σχοινοβατώντας ανάμεσα στην επιτυχία και την αυτοκαταστροφή. Οντας ο ίδιος ενστικτώδης και υπερευαίσθητος, λαϊκός και διανοούμενος, παράφορος και ντροπαλός, βακχικός και απολλώνιος -κυρίως αυτό!- κι αν ακόμη δεν υπήρχε βιολογικά, όφειλαν η εποχή και το περιβάλλον του, ο Κλίμεντ Γκρίνμπεργκ και η Πέγκι Γκουγκενχάιμ, η νεϋορκέζικη σκηνή και η αμερικανική πολιτική για την προβολή της εγχώριας τέχνης, να τον εφεύρουν! Και αυτός πάλι, με τη σειρά του, έπρεπε να βρει μια ζωγραφική που να είναι συγχρόνως μεγαλειώδης και απλή, μεταφυσική και σχεδόν αυταπόδεικτη, να εκφράζει τα πάντα και τίποτε συγκεκριμένο και να εξελίσσει την παραμελημένη κουλτούρα των ιθαγενών (των λεγόμενων native americans) μέσα από τα στάνταρντ όμως της πιο εξεζητημένης και υπερφίαλης modernite.
Ο Πόλοκ, παιδί του πικασικού αυτοσχεδιασμού, λάτρης των μεξικάνων muralists όπως και του τελώνη Ρουσό -κυρίως για το θεολογικό-μαγικό στοιχείο που κρυβόταν στην «αφελή» του, σχεδόν σουρεαλίζουσα εικονοποιία-, επρόκειτο να γίνει η απάντηση της άλλης πλευράς του Ατλαντικού απέναντι στη δυτικοευρωπαϊκή υπεροχή και ο Πικάσο του νέου κόσμου. Ενας Πικάσο, λιγότερο ταύρος και περισσότερο σκορπιός, έτοιμος να κολυμπήσει στο αλκοόλ, να εκτεθεί σε πολύπλοκες ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις, να καταρρεύσει αλλά και να υποστηρίξει ένα έργο με μεγαλύτερη εσωτερική συνέπεια και εξελικτική ένταση από εκείνο του πληθωρικού και άνισου προτύπου του.
Γεννήθηκε στις 11 Αυγούστου 1912 στο Cody του Γουαϊόμινκ και το 1929 τον βρίσκουμε να σπουδάζει ζωγραφική στην Art Students’ League της Ν. Υόρκης, ένα λαϊκό σχολείο, με δάσκαλο τον Τόμας Χαρτ Μπέντον εκπρόσωπο των Regionalists, δηλαδή των απολογητών της αμερικανικής ηθογραφίας με έμφαση στις εικόνες από τον Νότο και τις απομακρυσμένες πολιτείες του Φαρ Ουέστ.
Ο δάσκαλός του Μπέντον (1889-1975) ξεκίνησε ως γελοιογράφος σ’ εφημερίδες, συνέχισε ως συνθέτης μεγάλων τοιχογραφιών με σύγχρονο κοινωνικό περιεχόμενο. Από το 1938 ώς το 1942 ο Πόλοκ εργάστηκε στο λεγόμενο Federal Art Project, το οποίο υποστήριζε καλλιτέχνες που είχαν πληγεί από τη μεγάλη κρίση του ’30 και πριμοδοτούσε τη διακόσμηση δημόσιων κτιρίων.
Το όλο πρόγραμμα υπαγόταν στο New Deal του προέδρου Ρούσβελτ και προετοίμαζε την αμερικανική τέχνη για τη μεταπολεμική της εξάπλωση και παγκόσμια επιβολή (Προς την κατεύθυνση αυτή βοήθησαν οι USIA, η CIA αλλά και οι κατά τόπους πρεσβείες των ΗΠΑ).
Το πρόγραμμα επίσης περιελάμβανε το Index οf American Design, ένα γιγαντιαίο σχέδιο καταγραφής των εφαρμοσμένων τεχνών σ’ όλες τις ΗΠΑ! Τα αναφέρω αυτά για να υποστηρίξω πως ο Πόλοκ δεν είναι απλώς ένας μοναδικά ταλαντούχος μιας γενιάς, μια εξαιρετική περίπτωση που γεννά απροσδόκητα η Ιστορία όπως θα ήθελαν οι ρομαντικές ιστορίες της τέχνης ή το Χόλιγουντ και η τρυφερή ταινία του Εντ Χάρις, αλλά συγκεκριμένο προϊόν συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών και ασφαλώς η ατομικότητα εκείνη που τη δεδομένη στιγμή ευνοήθηκε από τη συγκυρία ώστε να καταγραφεί πρώτη ως προς κάτι που ήταν ώριμο να επισυμβεί. Και εννοώ το action painting, αυτή την αυθόρμητη εκστατική ενεργειακή καταγραφή ενός αυθεντικού εξπρεσιονιστικού συναισθήματος. Μιας δράσης που δεν περιγράφει αλλά είναι, καθιστώντας τη ζωγραφική διαδικασία πρωτίστως μια πράξη και μια ιεροτελεστία γραφής.
Η action painting καταγράφεται, εν είδει λευκής μαγείας σαν τις τελετές των Ινδιάνων Ναβάχο που μελετούσε, αποκλειστικά στον Πόλοκ, όπως επίσης το all-over ύφος της ζωγραφικής που καθιστά τον καμβά έναν επίπεδο στίβο αλληλοδιασταυρούμενων ενεργειών και του οργιαστικού χορού στον οποίο επιδίδεται ο ζωγράφος ώστε το σώμα του όλο να εκλύει μιαν ακατάσχετη εικονορροή σαν πληγή….(Διαβάστε τη συνέχεια αυτής της ανάλυσης του Μάνου Στεφανίδη, στην Ελευθεροτυπία)

Share This: