Οι εικόνες των Υπερρεαλιστών

Για τους υπερρεαλιστές η ποίηση δεν είναι πια η έκφραση ιδεών ή συναισθημάτων, αλλά η δημιουργία μιας σειράς εικόνων που αναδύονται ορμητικά και ελεύθερα από το υποσυνείδητο για να καταργήσουν κάθε παγιωμένη και συμβατική πραγματικότητα. Ως το πιο αποτελεσματικό μέσο για την αναπαράσταση της εικόνας θεωρήθηκε η μεταφορά, που όμως τώρα δεν στηρίζεται στην αναλογία, αλλά στην απόκλιση και στην αντίφαση. «Οι λέξεις χρησιμεύουν ως κίνητρα ή ερεθίσματα στις αισθήσεις και παράγουν τις δικές τους εικόνες. Η γλώσσα προικίζεται με μια παραισθησιογόνα ποιότητα… Ο Μπρετόν συγκρίνει τον αυθορμητισμό με τον οποίο προσφέρονται αυτές οι εικόνες και την ιδιοσυγκρασία τους με την ιλλιγιώδη κατάσταση του μυαλού όταν είναι έρμαιο των ονειρικών ψευδαισθήσεων. Σ’ αυτήν την κατάσταση της υποσυνείδητης διέγερσης ο ποιητής εγρηγορεί μπροστά στις αισθήσεις που οι λέξεις μπορούν να παράγουν με τον ίδιο τρόπο που ο ζωγράφος έλκεται από τα αντικείμενα που σημαίνουν διαφορετικά πράγματα σε κάθε καλλιτέχνη και μιλούν διαφορετική γλώσσα σε κάθε θεατή. Ο σουρεαλιστής ποιητής στη χρήση της γλώσσας προσέγγιζε την τεχνική του ζωγράφου. Έτσι ένας στενότερος δεσμός καθιερώθηκε ανάμεσα στην ποίηση και την τέχνη όσο ποτέ άλλοτε, και ένα μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα στην ποίηση και τις λογοτεχνικές φόρμες που συνέχιζαν να έχουν ως σκοπό τους την έκφραση των ιδεών.Σύμφωνα με την παρακάτω μελέτη μπορεί, με βάση τα γραπτά των σουρρεαλιστών, να καταγραφεί μια τυπολογία των σουρρεαλιστικών εικόνων, διακρίνοντας επτά (7) βασικές κατηγορίες:

1. Αντιφάσεις. Για παράδειγμα σε ένα από τα πρώιμα σουρεαλιστικά του κείμενα ο Μπρετόν παίζει με τη γλωσσική αντίφαση που προκαλείται από την ταυτόχρονη χρήση των παρελθοντικών, παροντικών και μελλοντικών χρόνων για να δημιουργήσει το αδύνατο φαινόμενο της κίνησης μη υπαρχόντων κουρτινών στα παράθυρα μελλοντικών σπιτιών:

Οι κουρτίνες που ποτέ δεν βάλαμε
σαλεύουν στα παράθυρα των σπιτιών που θα κάνουμε

(“Σουρεαλιστικά κείμενα”, Σουρεαλιστική Επανάσταση, VI, σ.6)

2. Ένας από τους όρους της εικόνας είναι κρυμμένος. Αυτό μπορεί να παρατηρηθεί σ’ ένα τμήμα του “La Rose Publique” (Το Δημόσιο Ρόδο) του Ελυάρ, που αποτελείται από μια σειρά ανολοκλήρωτων εικόνων:

Κατά μήκος των τείχων επιπλωμένων με σαραβαλιασμένες ορχήστρες
Πετώντας τα μολυβένια αυτιά τους προς τη μέρα
Σ’ επιφυλακή για ένα χάδι μαζί με τ’ αστροπελέκι

3. Η εικόνα αρχίζει αισθησιακά, μετά κλείνει απότομα τη γωνία του διαβήτη της. Παρατηρείστε τον ακόλουθο στίχο απο το “La Morte Rose” (Ο Ροζ Θάνατος) του Μπρετόν, όπου αντιπαραθέτει τα όνειρά του με τον ήχο των βλεφάρων του νερού και ξαφνικά τελειώνει την εικόνα με ένα ανικανοποίητο “dans l’ ombre”:

Τα όνειρά μου θα είναι θετικά και μάταια σαν τον ήχο
των βλεφάρων του νερού μες τη βροχή

Κάτω απ’ αυτήν την επικεφαλίδα θα μπουν όλες οι ανεπιτυχείς εικόνες που δε συγκρίνονται με τις προσδοκίες που εγείρει το ξεκίνημα της μεταφοράς.

4. Η εικόνα έχει το χαρακτήρα μιας παραίσθησης. Τυπικό είναι όλο το ποίημα “Άνθρωπος κατά Προσέγγιση” του Τριστάν Τζαρά με τη συσσώρευση λέξεων ζώων, λαχανικών και μετάλλων, που καταλήγουν κάθε τόσο σ’ αυτό το παράξενο ρεφρέν:

Γιατί πετρώδες μές στα ρούχα μου από σχιστόλιθο αφιέρωσα την αναμονή μου
στο μαρτύριο της οξειδωμένης ερήμου
στη ρωμαλέα έλευση της φωτιάς

5. Η εικόνα δανείζει στο αφηρημένο τη μάσκα του συγκεκριμένου. Σ’ αυτή την κατηγορία εμπίπτουν οι μισές τουλάχιστον σουρεαλιστικές εικόνες. Είναι άφθονες στην ποίηση του Μπρετόν. Πάρτε για παράδειγμα απλές μεταθέσεις όπως οι ακόλουθες: η αιωνιότητα ενσωματωμένη σε ένα ρολόι χεριού, η ζωή σ’ ενα παρθένο διαβατήριο, η σκέψη που γίνεται μια λευκή καμπύλη σε ένα σκοτεινό φόντο, η ελαφρότητα που κουνάει πάνω από τις στέγες μας τα αγγελικά μαλλιά της. Ή υπάρχουν διώροφα λεωφορεία όπως στο “Clair de Terre” (Αιθρία):

Και στην χειραποσκευή μου ήταν τ’ όνειρό μου αυτό το μπουκαλάκι με το
μυρωδάτο αλάτι που μύρισε μόνο η μητέρα του Θεού

ή όπως ορίζει τη ζωή στο “Fata Morgana”:

Η ζωή θα μπορούσε να είναι η σταγόνα δηλητηρίου
της μη-έννοιας ριγμένης στο τραγούδι του κορυδαλλού
πάνω από τις παπαρούνες

6. Η εικόνα υπονοεί την άρνηση κάποιας στοιχειώδους φυσικής ιδιότητας. Ο Ελυάρ θα ξαφνιάσει τον αναγνώστη του λέγοντας του ότι η γη είναι γαλάζια σαν πορτοκάλι και στην ποίηση του Μπρετόν μπορεί να ακούσετε τον ήχο από τις υγρές λάμπες του δρόμου ή από μια αχυρένια καμπάνα ή θα τον βρείτε να εύχεται να βγει ο ήλιος τη νύχτα ή να είναι βέβαιος πως το δέντρο που έκοψε θα μείνει για πάντα πράσινο.

7. Τέλος υπάρχει η γενική κατηγορία που περιλαμβάνει όλες τις εικόνες που προκαλούν γέλιο, όπως στο “Au Bout du Monde” (Στην Άκρη του Κόσμου) του Μπενζαμέν Περέ:

Βλάκες σαν λουκάνικα που το ξινολάχανό τους ήδη φαγώθηκε

Τι είδους σύνταξη ή πρόταση δένει αυτές τις εικόνες; Εδώ φτάνουμε σε μια λανθασμένη έννοια που συχνά έρχεται στην επιφάνεια αναφορικά με την αμφισημία του σουρεαλιστικού ύφους: ο ισχυρισμός ότι οι σουρεαλιστές περιφρονούν τη γραμματική. Τα πρώιμα ντανταϊστικά γραπτά και μερικές από τις ασυνάρτητες δηλώσεις των σουρεαλιστών έχουν δημιουργήσει αυτή την εντύπωση. Αλλά όπως παραδέχεται ο Αραγκόν ο σουρεαλισμός δεν είναι καταφύγιο όσων μάχονται το ύφος.Αντίθετα, στα περισσότερα από τα έργα τους η γραμματική των σουρεαλιστών είναι άμεμπτη. Η πιο ακατανόητη πρόταση μπορεί να αναλυθεί, γιατί εκείνη που είναι αμφίσημη δεν είναι η δομή αλλά, όπως έχουμε δει, το ζευγάρωμα των λέξεων και η αταίριαστη εικόνα που προκύπτει. Οι σουρεαλιστές, απελευθερωμένοι από τις υπερβολές της ομοιοκαταληξίας, δεν έχουν να καταφύγουν ούτε στις πληκτικές ανατροπές τόσο συχνές στην κλασική και ρομαντική στιχουργία.

Υπάρχουν δυο βασικές δομές στο σουρρεαλιστικό ποίημα: προτάσεις που ακολουθούν τη συμβατική σειρά υποκείμενο, ρήμα και αντικείμενο, όπως στα περισσότερα ποιήματα του Ελυάρ που παραθέσαμε παραπάνω. Ή μια σειρά προτάσεων με ουσιαστικά ή επίθετα που δεν παρουσιάζονται ως μέρη ολοκληρωμένων προτάσεων αλλά ακολουθούν το ένα τ’ άλλο σαν να ήταν απαριθμήσεις απλών ουσιαστικών και επιθέτων. Μερικές φορές οι δυο τύποι σύνθεσης συνυπάρχουν σε μια μακριά πρόταση ή στροφή…

Η χρήση των ρημάτων είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Όπως ο Ρομπερ Ντεσνός το εξέφρασε πολύ εύστοχα, ο χρόνος που περισσότερο χρησιμοποιείται είναι ο ενεστώτας. Επιπλέον, μπορεί να παρατηρηθεί μια υπεροχή των απλουστέρων ρημάτων: avoir (έχω), etre (είμαι), voir (βλέπω), aimer (αγαπώ), του απρόσωπου il y a (υπάρχει) που στην αοριστία τους επιτρέπουν τη χαλαρότερη μορφή δεσμών ανάμεσα στα ουσιαστικά, αφήνοντας στο ουσιαστικό να στήσει το όραμα. Μια άλλη σημαντική χρήση του ρήματος είναι η συχνή εμφάνιση του απαρεμφάτου -ασυμβίβαστο, δημοκρατικό, αφού δεν ευνοεί κανένα συγκεκριμένο υποκείμενο.

Η ελευθερία των εικόνων επαυξάνεται με την καταστολή των μεταβατικών λέξεων: κανένα ainsi (έτσι), donc (λοιπόν), or (άρα) και τα παρόμοια, αφού η συνέχεια είναι έξω από τη δικαιοδοσία της γραμματικής και έγκειται στους λογικούς συσχετισμούς του αναγνώστη. Πράγματι με την ευελιξία της μορφής η αυτονομία του αναγνώστη στην ερμηνεία του ποιήματος αυξάνεται. Στη θέση των συνδετικών λέξεων υπάρχει σε μεγάλο ποσοστό η αντιπαράθεση και η παράθεση, που παράγουν τα παράλληλα των ταυτόχρονων πραγματικοτήτων που προκαλούν κατάπληξη και που γνωρίζουμε μ’ αυτόν τον τύπο γραφής.

Συνοψίζοντας, αυτό που κατά βάση χωρίζει το σουρεαλιστικό τρόπο γραφής από την ποίηση των προηγούμενων γεννεών δεν η ρήξη και η χειραφέτηση από τη μετρική φόρμα. Η διαφορά δεν βρίσκεται ούτε στην απαξίωση της γραμματικής δομής. Είναι μάλλον στη χρήση των λέξεων: εμπλουτισμός του ενεργού λεξιλογίου της ποίησης, απελευθέρωση των γλωσσικών συστολών, επιλογή των λεξιλογικών συσχετισμών πέρα από τους φραγμούς που θέτει η λογική, νέα μεταφορά που οικοδομείται πάνω στις αταίριαστες ομαδοποιήσεις λέξεων και εικόνες που προκύπτουν από το συσχετισμό της μιας μεταφοράς με την άλλη. Τέλος, αυτές οι εικόνες χύνονται σε καλούπια προτάσεων που διακρίνονται από γραμματική ακρίβεια και συνδέονται πρωτίστως στη βάση του συγχρονισμού των αισθήσεων…

Ήταν ένα τρομερό τέστ στο οποίο υποβλήθηκε η γλώσσα, μια επαληθεύσιμη “δοκιμή της γλώσσας” όπως το είπε ο Αραγκόν. Αυτή η γλώσσα που ξένοι κριτικοί έχουν συχνά καταδικάσει ως μη-ποιητική, ως πολύ εξειδικευμένη, πολύ άκαμπτη για να εκφράσει την ανείπωτη αοριστία του ονείρου, απαραίτητη στην αληθινή ποίηση, προοριζόταν τώρα για το επίπεδο του μυστηρίου και του μη-ορθολογισμού πέρα από κάθε προσπάθεια που επιχειρήθηκε στις λεγόμενες ποιητικές γλώσσες…Οι σουρεαλιστές έγραψαν παρα πολλά, μπερδεύοντας μερικές φορές την ελευθερία με την άδεια, και πιθανώς έκαναν πέντε μη ικανοποιητικές εικόνες για κάθε μια πετυχημένη. Έκαναν πολλές δοκιμές και λάθη και, δυστυχώς, οι σουρεαλιστές θεωρούσαν κάθε λέξη που έβγαινε από τη γραφίδα τους ιερή και έχουν ελεύθερα τυπώσει τα λάθη τους. Αλλά γεγονός παραμένει ότι η κραυγαλέα τους απόρριψη των κοινών υφών επηρέασε σουρεαλιστές και μη και αρχίζει να έχει επίδραση στην ποιητική γλώσσα και άλλων χωρών. Οι σουρεαλιστές θεωρούν το πειραματικό τους έργο την αρχή μόνο μιας τρομερής αναστάτωσης που θα δοκιμάσει την δυνατότητα του ανθρώπου να ενοποποιήσει την αντιληπτική του ικανότητα πάνω και πέρα από τον ετερόκλητο χαρακτήρα των στοιχείων της φύσης και έτσι να κάνει την ποιητική εικόνα όχι αναπαράσταση της πραγματικότητας αλλά επινόηση του μέλλοντος από το ανθρώπινο μυαλό.

Είναι φανερό ότι λέξεις όπως κατανόηση, εξήγηση, έκφραση κρίνονται ακατάλληλες όταν έρχονται σ’ επαφή μ’ αυτό το είδος ποίησης. Γνώση, εμπάθεια, αναταραχή είναι οι όροι που μεταφέρουν καλύτερα τις φιλοδοξίες του σουρεαλιστή ποιητή και τη σχέση του με τον αναγνώστη. “Η ομορφιά πρέπει να είναι συγκλονιστική, αλλιώς δεν είναι ομορφιά”, είπε ο Μπρετόν στη Nadja. Με άλλα λόγια πρέπει να συνταράζει και να σχηματίζει την πραγματικότητά μας.

Η κρίσιμη διαφορά ανάμεσα σε προηγούμενες γλωσσικές επαναστάσεις και στη σουρεαλιστική είναι ότι αυτή τη φορά η μεταμόρφωση της λέξης δεν εξαντλείται στον εαυτό της ή δεν είναι ένα μέσο για την πιο αποτελεσματική επικοινωνία αυτού που είναι. Μάλλον, βλέπουμε ότι η γλώσσα δημιουργεί, κάνει συγκεκριμένο το ανείπωτο όνειρο. Για τον σουρεαλλιστή ποιητή, κι όπως θα σημειώσουμε και για τον σουρεαλιστή καλλιτέχνη, το απόλυτο και το απέραντο είναι μέσα στο πεδίο της γραφίδας του και εξαρτάται από τη δύναμή του πάνω στις λέξεις (ή τους στίχους), από την ικανότητά του να τις μετατοπίζει, αδράχνοντας τις τυχαίες συναντήσεις τους και από την ποικιλία των συνδυασμών που μπορεί να παράγει μ’ αυτές. Ο μυστικισμός του αντλεί συνεχώς απ’ αυτό το απόθεμα της γλώσσας -και βρίσκει ότι η γλώσσα έχει ανεξάντλητο αποθεμα. Μέσα από τη λέξη το αδύνατο γίνεται δυνατό, η φύση μπορεί να προικιστεί με μεταφυσικές ιδιότητες, η αισθησιακότητα παίρνει νέες αναλογίες: οράματα διασπαρμένα στο πρόσωπο της γης, αξεχώριστα στην ατομική τους μοναξιά, έλκονται από το νέο γλωσσικό μαγνήτη και συναντιώνται σε μια καινούρια σύνθεση εικόνων, που με τη σειρά της δημιουργεί μια νέα σύνθεση ύπαρξης. [απόσπασμα από το βιβλίο της Anna Balakian, “The surrealist image”, στον τόμο : Surrealism. The road to the absolute, London, Unwin books, 1972, σσ. 140-169.Μετάφραση: Αντώνης Δημόπουλος]

Share This: