«Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου». Φωτίζοντας το έργο του Γ.Βιζυηνού.

Στη λογοτεχνία μας δεν υπάρχει ικανότερος τεχνίτης-ψυχογράφος. Οσα χρόνια κι αν περνάν, τα δικά του «πρόσωπα» μένουν αγέραστα, εκφράζοντας με την ίδια ζωντάνια τα μεγάλα διλήμματα στα οποία πέφτει ξανά και ξανά η ψυχή. Γιατί η ψυχή είναι μία, κι όποιος γνήσια την αποδώσει, οδηγεί εφεξής όλες τις άλλες που θα ξαναδιαβούν μοιραία τους ίδιους δρόμους. Κι αυτές οι δημιουργίες συγκροτούν την πολιτιστική κληρονομιά «κλασικών» κάθε λαού!

Σε πρώτη ανάγνωση, και για τους αστόχαστους, μοιάζει «ηθογράφος». Μα όποιος βαθύνει, παρατηρεί πως επίφαση μονάχα αποτελεί η ηθογραφική του ματιά και στην ουσία είν’ ένας άκρος ρεαλιστής, που περιγράφει όλα τα γεγονότα και τους χαρακτήρες καταλεπτώς, μες στις αληθινές συνθήκες ζωής τους. Ακόμα βαθύτερα, ούτε ρεαλιστής είναι! Ή, μάλλον, αλλού αποσκοπεί: να δείξει πως η «αλήθεια» του ανθρώπου βρίσκεται πέρα απ’ το ρεαλισμό και την πιστή απεικόνιση του πραγματικού. Συνήθως μάλιστα είναι διαφορετική, αν μη κι όλως ασύμβατη προς τα «φαινόμενα», όπου συνηθίζει να χρονοτριβεί μαγεμένη πάντα η Ηθογραφία…

Η βασική τεχνική του συνίσταται στο στήσιμο ενός πυκνότατου πλέγματος ισχυρών αντιθετικών ζευγμάτων, είδος μαγνητικών πεδίων, με το απόλυτο «συν» απ’ τη μια και το απόλυτο «πλην» απ’ την άλλη, το «καλό» και το «κακό», το άρρεν και το θήλυ, την αλήθεια και το ψέμα.

Και ύστερα, φέρνει επιτήδεια τους ήρωές του να περάσουν μεσ’ απ’ τη στενωπό των μαγνητικών πεδίων, να υποστούν τις αντίρροπες τάσεις και να συλλάβουν -αν όχι πάντα αυτοί, οπωσδήποτε οι αναγνώστες!- πως δεν είν’ αναγκαίως αντιμαχόμενα ή αλληλοαναιρούμενα τ’ «αντίθετα»! Πως «μπορούν να νοηθούν κι ως διαφορετικές φάσεις του ίδιου Ενός», καθώς εύστοχα τονίζει στην Εισαγωγή του ο Στάντης Αποστολίδης, πως καθετί «είναι και δεν είναι μαζί» – μυώντας σε μια δαιμόνια διαλεκτική κι αφήνοντας το δέκτη σε μια περιδίνηση, σ’ ένα μετεωρισμό ανάμεσα στους δυο πόλους, στα δύο ή περισσότερα «φάσματα της πραγματικότητας».

Ετσι, υπάρχει και δ ε ν υπάρχει συγχώρεση στην τραγική μάνα του «Αμαρτήματος της μητρός μου», είναι και δ ε ν είναι ένοχος για τους φόνους του ο «Φονεύς του αδελφού του», νικάει και δεν νικάει μες στον κόσμο η στάση του παραμυθά παππού απέναντι στον κυριολεκτούντα πάντοτε εγγονό του, στο «Μόνον της ζωής του ταξίδιον», μπορεί και δ ε ν μπορεί ν’ αλλάξει τη μοίρα και την ταυτότητά του ο Τούρκος Μοσκώβ-Σελίμ, καρφωμένος στη γη του…

Παράλληλα, με τις ικανότητες ενός συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων στο δέσιμο της πλοκής, ο Βιζυηνός σ’ αναγκάζει να παρακολουθείς καθηλωμένος την πορεία των ηρώων του προς την καταστροφή – γιατί κανένα του γραφτό δεν έχει αίσιο τέλος. Όλοι πεθαίνουν κι όποιος σώζεται, επιβιώνει εντελώς μεταμορφωμένος πια απ’ τις «περιπέτειες» του αφηγηματικού του «βίου»: Τρελός, σαν τον Κιαμίλ ή «άλλος» πια, σαν τον εγγονό, όπου «μετεβλήθη εντός του ο ρυθμός του κόσμου», ύστερα απ’ το μέγα δίδαγμα που του αφήνει καταπίστευμα ο παππούς του πεθαίνοντας: «πως ο Μύθος συνέχει και διαμορφώνει τη ζωή κι όχι η πραγματικότητα»…

Απαισιόδοξος; Όχι! Απλώς η αλήθεια αποκαρδιώνει. Κι ο Βιζυηνός μιλάει τη γλώσσα της… Γι’ αυτό και μένει πάντα σύγχρονος – τον διαβάζεις και τον ξαναδιαβάζεις. Αλλωστε, όπως έλεγε ο Οσκαρ Ουάιλντ, βιβλίο που δεν αξίζει να το διαβάσεις δεύτερη και τρίτη φορά, δεν αξίζει ούτε πρώτη!(πηγή κειμένου: Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη)

Share This: