Εκπαίδευση του ενός βιβλίου

 

Ανάγνωση_1Αντιγράφω τη σημερινή επιφυλλίδα του Τάκη Θεοδωρόπουλου στην «Καθημερινή»: «Ο Μπαρμπα-Γκοριό και η ηλιοφάνεια» και προσυπογράφω καθώς θίγει εύστοχα ένα από τα βασικότερα προβλήματα της ελληνικής εκπαίδευσης που οδηγεί τους μαθητές μας στην «αφασία»: «Ενα από τα ωραία παράδοξα του ελληνικού πολιτισμού είναι η καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζει ο Πλάτων τον γραπτό λόγο. Ο νεαρός Φαίδρος στον φερώνυμο διάλογο κρύβει το χειρόγραφο του Λυσία από τον Σωκράτη, και όταν εκείνος το ανακαλύπτει, του εξηγεί πως η σκέψη δεν μπορεί να λειτουργήσει με τις γραπτές λέξεις γιατί αυτές είναι κουφές. Τις ρωτάς και δεν σου απαντούν. Στην 7η επιστολή του Πλάτωνος, το μόνο αυτοβιογραφικό κείμενο του φιλοσόφου που γνωρίζουμε, εκείνος προειδοποιεί τους συνομιλητές του, τους συγγενείς του φίλου του Δίωνος, για τους κινδύνους που ελλοχεύουν πίσω από τα γραπτά. Τους λέει σε γενικές γραμμές να μη γράφουν πολύ, γιατί ποτέ δεν ξέρουν σε ποια χέρια θα πέσουν τα γραπτά τους και πώς θα τα ερμηνεύσουν. Το παράδοξο είναι ότι αυτά τα υποστηρίζει ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών, ο Πλάτων, που όχι μόνον οικοδόμησε γράφοντας το λεξιλόγιο της φιλοσοφίας, αλλά κληροδότησε στον πολιτισμό και ορισμένα από τα ωραιότερα μνημεία του γραπτού λόγου. Η «Απολογία Σωκράτους» παραμένει αξεπέραστη όχι μόνο για τον μεγαλειώδη ανθρώπινο χαρακτήρα που σκιαγραφεί, αλλά και για την εκφραστική της εκλέπτυνση. Ευτυχές παράδοξο. Αν ο Πλάτων παρέμενε πιστός στην προφορική αλήθεια του δασκάλου του, τότε δεν θα γνωρίζαμε ούτε τον έναν ούτε τον άλλον.

Γιατί οι Ελληνες, οι σύγχρονοι, δεν διαβάζουν όσο οι υπόλοιποι ευρωπαϊκοί λαοί; Γιατί είναι απολίτιστοι; Οχι βέβαια. Μια πρόχειρη και κάπως σχηματική απάντηση θα ήταν πως ο πολιτισμός τους, σε αντίθεση με τον ιουδαϊκό, ήταν και παραμένει προφορικός. Αυτό το κληρονόμησε και η ελληνική Ορθοδοξία, η οποία προτίμησε να αφήσει την ανάγνωση της Βίβλου στους προτεστάντες και να απαγγέλλει κομμάτια της Καινής Διαθήκης τη Μεγάλη Πέμπτη. Πόσοι από τους ιεράρχες μας ή τους ιερείς μας έχουν διαβάσει τους Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, όχι μόνο όταν σπούδαζαν στη θεολογική σχολή, αλλά όταν αποφοίτησαν, όταν πια η πράξη της ανάγνωσης έχει αφομοιωθεί μέσα στην καθημερινότητα. Σε ποια κατάσταση θα ήταν η ελληνική Ορθοδοξία εάν οι άγιοι πατέρες μας διάβαζαν, όπως οι καθολικοί ομόλογοί τους διαβάζουν τον Αγιο Αυγουστίνο; Στην απαξίωση της ανάγνωσης ως κοινωνικού αγαθού έχει συμβάλει τα μέγιστα η αντιδιανοούμενη στάση και πρακτική της Εκκλησίας μας.

Υπάρχει και το κλίμα, βέβαια. Ω ναι! Το υπέροχο κλίμα, με την αδυσώπητη ηλιοφάνεια, το θαλασσινό τοπίο που μπροστά στη θέα του το μόνο που δεν θέλεις είναι να βγάλεις τα μάτια σου με τα ασπρόμαυρα σημαδάκια της τυπωμένης σελίδας. Πώς να συγκεντρωθείς; Ομως, πόσο απαραίτητη είναι αυτή η υποχρεωτική συγκέντρωση για τη σκέψη σου; Είναι ζήτημα ελευθερίας. Στο «1984» του Οργουελ, η πράξη αντίστασης του ήρωα απέναντι στο καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού είναι ότι παλεύει να βρει μια γωνιά στο γραφείο του, την οποία δεν την πιάνουν οι πανταχού παρούσες κάμερες, για να καταγράψει τις σκέψεις του. Οσοι ισχυρίζονται πως τα νέα παιδιά δεν διαβάζουν γιατί έχουν παραδοθεί ψυχή τε και σώματι στη γοητεία του Διαδικτύου παραγνωρίζουν το γεγονός ότι και πριν από το Διαδίκτυο τα Ελληνόπουλα διάβαζαν ελάχιστα σε σχέση με τους συνομηλίκους τους στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στην επανάσταση του Διαδικτύου παραδοθήκαμε χωρίς αντιστάσεις, σαν έτοιμοι από καιρό, αφού ήρθε να κολακεύσει την αγάπη μας για την προφορική ατάκα.
Διότι όλοι οι πολιτισμικοί παράγοντες που έχουν ρίξει την ανάγνωση στο κοινωνικό περιθώριο ωχριούν μπροστά στην εγκληματική πρακτική της εκπαίδευσης. Εκεί όπου το βιβλίο εξακολουθεί να παραμένει κρατικό μονοπώλιο και να απαξιώνεται ως κρατικό μονοπώλιο. Εκεί όπου το βιβλίο παρέχεται στους μαθητές δωρεάν, σαν ελεημοσύνη, με αποτέλεσμα να μην έχει καμία απολύτως αξία για το παιδί. Οσο η επαφή των παιδιών με τη λογοτεχνία γίνεται μέσω των αποσπασμάτων των αναγνωστικών, τα παιδιά όχι μόνο δεν θα την αγαπήσουν, αλλά θα την περιφρονήσουν κιόλας. Αναγνώστης δεν γίνεσαι στα σαράντα σου. Αν δεν έχεις γίνει ώς τα δεκατρία σου, δεν πρόκειται να γίνεις ποτέ. Μια απλή επίσκεψη σε ένα γαλλικό βιβλιοπωλείο σού επιτρέπει να διαπιστώσεις ότι μπορείς να επιλέξεις τον «Μπαρμπα-Γκοριό» του Μπαλζάκ σε μια πληθώρα εκδόσεων. Από την πανάκριβη και σχολιασμένη της Pleiade μέχρι τις πάμπολλες και πάμφθηνες τσέπης. Γιατί; Γιατί το Γαλλάκι είναι υποχρεωμένο να διαλέξει μία απ’ αυτές επειδή το απαιτεί το σχολείο του. Πόσες εκδόσεις Ελλήνων κλασικών κυκλοφορούν; Μα εδώ το Ελληνόπουλο δεν τις χρειάζεται. Εχει το αναγνωστικό, τη μασημένη τροφή, από την επιτροπή των σοφών που όρισε το υπουργείο. Και μετά, απορούν πώς στους διεθνείς διαγωνισμούς τα Ελληνόπουλα πατώνουν στα μαθήματα κρίσεως.
Αν υπάρχει ένα πραγματικά φιλελεύθερο μέτρο για το ελληνικό βιβλίο, αυτό θα ήταν η απελευθέρωση της εκπαίδευσης, από την πρωτοβάθμια έως την τριτοβάθμια, από τα κρατικά μονοπώλια – σε αυτά εντάσσεται και το μονοπώλιο των καθηγητικών συγγραμμάτων. Ελάτε τώρα, δύσκολα πράγματα, και ακούγεται τόσο δημοκρατικό το δωρεάν βιβλίο κι ας το σκίζουν με απέχθεια οι αναγνώστες του μόλις περάσουν τις εξετάσεις. Αντ’ αυτού, το υπουργείο Ανάπτυξης επέλεξε, για μία ακόμη φορά, την εύκολη λύση, την κατάργηση της ενιαίας τιμής, με τις ευλογίες της νεοφιλελεύθερης αφέλειας, η οποία παραγνωρίζει το γεγονός ότι το βιβλίο στην Ελλάδα είναι φθηνότερο από την υπόλοιπη Ευρώπη, παρά την ενιαία τιμή. Δεν αναφέρομαι στις εκδόσεις τσέπης, γιατί η ελληνική αγορά είναι τόσο μικρή που δεν τις επιτρέπει. Ας φροντίσουν πρώτα να καλλιεργήσουν τη συνείδηση αναγνώστη στις νέες γενιές και μετά μιλάμε και για την ενιαία τιμή. Κακός μπελάς αυτή η ιστορία. Η Νέα Ελληνική Αναγέννηση απαιτεί άμεσα μέτρα και άμεσα αποτελέσματα.»

Share This: