«Την οργή των νεκρών να φοβάστε…»

Επιχειρώντας να συνδέσουμε την ιστορία μας με το παρόν, για άλλη μια φορά, θα καταφύγουμε στο συγκλονιστικό λόγο του Ελύτη για να βρούμε την πατρίδα μέσα μας και τον εαυτό μας μέσα στην πατρίδα, για να αντιπαλέψουμε τις ρητορείες των όψιμων πατριωτών και την καπηλεία των αξιών που ανέδειξε ο άδολος αγώνας των προγόνων μας. (Από το «Άξιον Εστί», Τα Πάθη):

Γ’

Τον πλούτο δεν έδωκες ποτέ σ’ εμένα
τον ολοένα ερημούμενο από τις φυλές των Ηπείρων

και απ’ αυτές πάλι αλαζονικά, ολοένα, δοξαζόμενο!
Έλαβε τον Βότρυ ο Βορράς

και τον Στάχυ ο Νότος
τη φορά του ανέμου εξαγοράζοντας

και των δέντρων τον κάματο δύο και τρεις φορές
ανόσια εξαργυρώνοντας.

  Άλλο εγώ
πάρεξ το θυμάρι στην καρφίδα του ήλιου δεν εγνώρισα

        και πάρεξ
τη σταγόνα του νερού στ’ άκοπα γένια μου δεν ένιωσα

μα τραχύ το μάγουλο έθεσα στο τραχύτερο της πέτρας
αιώνες κι αιώνες.

Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας
όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του.

Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα
όπως ο ασκητής το Θεό του.

Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι
και στα κρυφά μού αντικαταστήσανε

την παρθένα του βλέμματος.
Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή

        και την πατήσανε χάμου σαν έντομο.
Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε

και στερνά την πέτρα μου αφήσανε
τρομερή ζωγραφιά μου.

  Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν
με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.

Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ’ την όψη μου:

ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ!

 

Share This: