Η «παγίδα» της ημιμόρφωσης.

imagesΠολύ ενδιαφέρουσες και ρεαλιστικές επισημάνσεις στο άρθρο του Κώστα Θεολόγου από τη «The Huffington Post»  όπου αναλύονται οι συνέπειες της εισαγωγής και χρήσης των ΤΠΕ στην εκπαίδευση. Το παραθέτουμε ολόκληρο:
«Πολλά μαθήματα γίνονται με προσομοιωτές, με ανάρτηση διδακτικού υλικού σε ψηφιακές πλατφόρμες, με παρουσιάσεις power point και με βιντεοσκοπημένες διαλέξεις. Μαθαίνουμε στα παιδιά να είναι ήσυχα βάζοντάς τα να ακούνε στο i-phone παραμύθια και τα παρατάμε ανεξέλεγκτα σε οθόνες να βλέπουν σαχλαμάρες. Ορισμένοι δάσκαλοι που δεν θέλουν να κουραστούν με διαδικασίες προφορικών ερεθισμάτων στην τάξη προβάλλουν ένα φιλμάκι στο ημίφως, χτυπάει το κουδούνι, ξυπνάνε, φεύγουν στο σπίτι τους. Φοβάμαι ότι συχνά η τεχνολογία -διότι υπάρχουν λαμπρά δείγματα που αξιοποιούν εύστοχα την τεχνολογία- στην τάξη λειτουργεί ως περισπασμός για τους μαθητές και συνάμα τους διευκολύνει στα μαθήματα του σχολείου κάνοντας απλώς αντιγραφή-επικόλληση (copy-paste) πληροφορίας από το Ίντερνετ.

   Με αυτό το προοίμιο ισχυρίζομαι ότι οι σύγχρονες προσεγγίσεις αξιοποιούν τις Τεχνολογίες της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία. Συνάμα υποστηρίζω ότι στη σχέση Παιδείας, Εκπαίδευσης και Τεχνολογίας ισχύει ένας τεχνολογικός ντετερμινισμός, μια αιτιοκρατική θεωρία που αξιώνει ότι πριν από κάθε εκπαιδευτική εξέλιξη προηγήθηκε μια εξέλιξη στην τεχνική, στον υλικό πολιτισμό μας. Στην πρόσφατη έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α. αναφέρεται ότι με τη χρήση των ΤΠΕ ουδείς εκπαιδευτικός δείκτης βελτιώθηκε, ουδεμία βασική δεξιότητα ανάγνωσης, γραφής και ορθογραφίας ενισχύθηκε, εκτός κι αν είναι πρόοδος το gaming και το σερφάρισμα στο διαδίκτυο. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι η τρίτη χώρα σε μέση ημερήσια διάρκεια χρήσης του διαδικτύου στα σχολεία. Στη χώρα μας αναλογούν κατά μέσο όρο 8,2 μαθητές ανά υπολογιστή στο σχολείο, ενώ τα δύο τρίτα των μαθητών (66%) φέρονται να χρησιμοποιούν υπολογιστές στις τάξεις τους.

   Έχω υποστηρίξει παλαιότερα ότι η τεχνολογία, η άρχουσα ιδεολογία, οι θεσμοί και η γλώσσα συνυφαίνονται αποφασιστικά και πρότεινα ένα παράδειγμα που αποδείκνυε την αιτιώδη σχέση ανάμεσα στην εκπαίδευση και στην τεχνολογία. Το παράδειγμα αναφερόταν στη μεταρρύθμιση Ράλλη το 1976, που εισήγαγε το μονοτονικό, αλλά δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι, εντελώς συμπτωματικά, η προδιαγεγραμμένη μεταρρύθμιση διευκόλυνε και την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης τεχνολογικής εξέλιξης στον Τύπο. Είχε αρχίσει στην βιομηχανία του τύπου η εισαγωγή των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του Desk-Top Publishing. Όμως, το λογισμικό εκείνης της τεχνολογίας δεν βρισκόταν σε επίπεδο να μπορεί να επεξεργάζεται κείμενα στο πολυτονικό σύστημα, όπως είναι εφικτό σήμερα. Κοντολογίς, με εκείνη την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση διευκολύνθηκαν οι εκδοτικές επιχειρήσεις και τα κυρίαρχα ΜΜΕ της εποχής, ώστε να μεταβούν στην λειτουργικά φτηνότερη ψηφιακή τεχνολογία.

   Η προσαρμογή των πολιτισμικών αγαθών, όπως μια εθνική γλώσσα, στις απαιτήσεις των τεχνολογικών εφαρμογών, δημιουργεί μια μαζική βιομηχανία, μια μαζική κουλτούρα πολιτιστικής βιομηχανίας, μιας Kulturindustrie όπως την απέδωσαν οι ιδρυτές της Σχολής της Φρανκφούρτης, Χορκχάιμερ και Αντόρνο. Η γλώσσα συνιστά per se φορέα γραμματικής τέχνης, αλλά συνάμα διατυπώνει ως λόγος τους κανόνες, που συστηματοποιούν τις εφαρμογές της επιστήμης, δηλαδή τα επιτεύγματα της τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή.

   Η κυριαρχία της τεχνολογίας στην εκπαίδευση έχει επιπτώσεις στη χρήση της γλώσσας και την αντικαθιστά ως πρωτεύουσας σημασίας για τη διδασκαλία. Αυτή η υποχώρηση της γλώσσας έχει βαθύτερες πολιτισμικές επιπτώσεις, εφόσον η γλώσσα συνιστά τον ισχυρό συνδετικό ιστό των παραδόσεων και της κουλτούρας και διαμορφώνει την ιστορική και εθνικής συνείδηση. Για ένα λαό και για το εκπαιδευτικό σύστημά του η γλώσσα αποτελεί μια γενετική κιβωτό, αλλά στην περίπτωση της ελληνικής γλώσσας ο τεχνολογικός κατακλυσμός την διέβρωσε.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι η τρίτη χώρα σε μέση ημερήσια διάρκεια χρήσης του διαδικτύου στα σχολεία. Στη χώρα μας αναλογούν κατά μέσο όρο 8,2 μαθητές ανά υπολογιστή στο σχολείο, ενώ τα δύο τρίτα των μαθητών (66%) φέρονται να χρησιμοποιούν υπολογιστές στις τάξεις τους.

Κοντολογίς, η γλώσσα είναι και ένα τεχνολογικό μέσον επικοινωνίας. Καθώς η τεχνολογία εξελίσσει και επηρεάζει τα μέσα επικοινωνίας, επηρεάζει κάθε είδος γλώσσας. Παράλληλα, επειδή η Τεχνολογία δεν είναι ισότιμα προσπελάσιμη από όλους τους πολίτες, επιφέρει ανισονομία στο επικοινωνιακό εργαλείο μας. Η γλώσσα ζυμώνεται με την κοινωνία και με την κουλτούρα κάθε εποχής. Η γλώσσα και τα Μέσα Ενημέρωσης αποτελούν κατασκευές προϊόντων, που σχεδιάζονται, για να εφαρμοσθούν και να καταναλωθούν από τις μάζες. Οι εφημερίδες και τα άλλα ψηφιακά οπτικοακουστικά μέσα, συγκροτούν μια πολιτιστική βιομηχανία της ενημέρωσης, που εμποδίζει την διαμόρφωση αυτόνομων ατόμων, τα οποία κρίνουν συνειδητά και λαμβάνουν αποφάσεις. Ωστόσο, η προϋπόθεση για την ανάπτυξη μιας δημοκρατικής κοινωνίας ενσαρκώνεται σε τούτα τα αυτόνομα πρόσωπα. Η δημοκρατική κοινωνία αναπτύσσεται και διατηρείται βασιζόμενη στους ακηδεμόνευτους πολίτες. Οι μάζες δεν αποτελούν συστατικό της δημοκρατίας και η πολιτιστική βιομηχανία, αφού χειρίζεται τους πολίτες ως μάζες, τους περιφρονεί και εμποδίζει την χειραφέτησή τους, για την οποία οι πολίτες είναι τόσο ώριμοι, όσο τους το επιτρέπουν οι παραγωγικές δυνάμεις της εποχής.

Το αντικείμενο μιας εκπαιδευτικής -παιδαγωγικής – μορφωτικής παρέμβασης, αν κόβεται στα μέτρα των χρηστών του, σταδιακά προάγει την ημιμάθεια, δηλαδή μιαν ημιμόρφωση, κατά Αντόρνο, που λειτουργεί σαν συλλογικό δεκανίκι της ανάπηρης πλειοψηφίας. Οι ημιμαθείς είναι συμμορφωμένοι και η ημιμάθεια (ημιμόρφωση) συνιστά το χειραγωγημένο πνεύμα των αποκλεισμένων.

Η μεταρρύθμιση της δεκαετίας του ’70 είναι περίπτωση στην οποία η Γλώσσα προσαρμόστηκε, δηλαδή τροποποιήθηκε λειτουργικά και θεσμικά, ώστε να «συναιρεθεί» με μια τεχνολογική εξέλιξη. Αποκάλυψε την πολιτική και πολιτιστική σημασία της εκπαίδευσης, και τη δυνατότητά της να συμμορφώνει και να υποτάσσει την βούληση των νέων στη βούληση του έθνους, μετατρέποντας τα σχολεία σε όργανα της κρατικής πολιτικής, όπως τον στρατό, την αστυνομία και την εφορία. Καμία φιλοσοφική γνώση, κανένα έργο τέχνης, κανένα αγαθό γνήσια πολιτιστικό -ακραιφνές δείγμα η γλώσσα -δεν μπορεί να δικαιώσει την ύπαρξή του και να διεκδικήσει την αλήθεια του, όταν υπάγεται σε σκοπούς πρακτικούς και καθίσταται απλό μέσον, όργανο και ιδεολογία.

Εντούτοις, τα ευρήματα της έκθεσης του Ο.Ο.Σ.Α δεν πρέπει να μας υποχρεώσουν να εξοστρακίσουμε από την εκπαίδευση των μαθητών την τεχνολογία, που συνιστά βασικό τρόπο διεύρυνσης της γνώσης και μας διευκολύνει να εφοδιάσουμε τους μαθητές με απαραίτητες δεξιότητες για τους ανθρώπους του 21ου αιώνα, σε ένα κόσμο που ασθμαίνει στην αδυσώπητη τρεχάλα που επιτάσσει η τεχνολογία. Ως δάσκαλοι οφείλουμε σε αυτές τις συνθήκες να μάθουμε στα παιδιά να συλλογιούνται ελεύθερα. Για να το θεμελιώσουμε αυτό, πρέπει να τους πάρουμε από το χέρι και να τους μάθουμε τις βασικές δεξιότητες που διδάσκει η εκπαίδευση, την ανάγνωση και την γραφή. Να μάθουν να αναγιγνώσκουν κείμενα που περιέχουν ολοκληρωμένες σκέψεις, να μάθουν να γράφουν πλήρεις συλλογισμούς στο χαρτί και στον υπολογιστή, διότι μονάχα έτσι θα μάθουν να σκέφτονται, ώστε να χειραφετηθούν από τους μονισμούς και την ημιμόρφωση του διαδικτύου και να γίνουν κατά το δυνατό λεύτεροι πολίτες.».

Share This: