Σαρλ Μπωντλέρ, «Spleen et Ideal». Ο ποιητής ανάμεσα στο ανικανοποίητο και το ιδανικό…

Το δράμα του ποιητή:

Πράξη πρώτη: Ο ποιητής -πουλί, άθυρμα του όχλου (Το πέρασμα από το ρομαντισμό στο συμβολισμό…)

Μελετώντας το «Αλμπατρος» του Μπωντλαίρ, παρατηρήσαμε την προσπάθεια του ποιητή να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στον κόσμο. Ταυτιζόμενος με το αιχμάλωτο «΄Αλμπατρος» μας υποβάλλει τη θλίψη και την πίκρα του για τον τρόπο που τον αντιμετωπίζουν οι συνάνθρωποί του διασκεδάζοντας μαζί του κοροϊδευτικά. Αυτός, έχοντας εγκαταλείψει τα ύψη και τους αιθέρες του ποιητικού του σύμπαντος είναι πια αντιμέτωπος με τις μικρότητες και τη βαριεστημένη ζωή του ανυποψίαστου και τραγικά άξεστου όχλου αναγκασμένος να υποστεί την ταπείνωση και τον εξευτελισμό της ύπαρξής και της ευαισθησίας του, η οποία είναι ασύμβατη με την καθημερινή συμβατική ζωή των συνανθρώπων του.

Ο ποιητής αντιμέτωπος με τον όχλο: «Δεν είναι δυνατόν ο καθένας νά χει πάρει το βάφτισμα του όχλου: η απόλαυσή του είναι τέχνη· …Όχλοι. Μοναξιά: ίσοι και μεταβλητοί, από τον ενεργητικό και παραγωγικό ποιητή, όροι. Όποιος δεν ξέρει να γεμίζει τη μοναξιά του, δεν ξέρει και νάναι μόνος μέσα σ’ ένα πολυάσχολο πλήθος. Ο ποιητής έχει αυτό το ασύγκριτο πλεονέκτημα, να μπορεί όποτε του αρέσει νάναι ο εαυτός του και οι άλλοι. Σαν αυτές τις περιπλανώμενες ψυχές, που ψάχνουν ένα σώμα, μπαίνει, όποτε θέλει στο πρόσωπό του καθένα. Γι’ αυτόν, όλα είναι ελεύθερα· κι αν μερικές θέσεις φαίνονται κλειστές, είναι γιατί στα μάτια του δεν αξίζουν τον κόπο, να τις επισκεφτεί. Ο μοναχικός και σκεφτικός περιπατητής νιώθει ένα ολόδικό του μεθύσι μέσα σ’ αυτή τη γενική κοινωνία. Εκείνος που παντρεύεται εύκολα το πλήθος, γνωρίζει καυτές χαρές, που θα στερηθεί παντοτινά ένας εγωιστής, κλεισμένος σαν σεντούκι κι ένας τεμπέλης, εγκλωβισμένος σαν μαλάκιο. Υιοθετεί όλα τα επαγγέλματα, σαν νάταν δικά του, όλες τις χαρές κι όλες τις λύπες, που οι συνθήκες του προσφέρουν…Καλό κάνει να μαθαίνουμε καμιά φορά στους ευτυχισμένους αυτού του κόσμου, μόνο και μόνο για να ξευτελίσουμε για λίγο την ηλίθια υπερηφάνειά τους, πως υπάρχουν ανώτερες ευτυχίες από τις δικές τους, πιο πλατιές και πιο εκλεπτυσμένες. Οι ιδρυτές των αποικιών, οι πάστορες των λαών, οι εξορισμένοι στην άκρη του κόσμου ιεραπόστολοι γνωρίζουν αναμφίβολα κάτι απ’ αυτά τα μυστήρια μεθύσια. Και στην αγκαλιά της απέραντης οικογένειας που μέσα της φτιάχτηκε το πνεύμα τους, πρέπει να γελούν καμιά φορά μ’ αυτούς που τους λυπούνται για την τόσο ξέφρενη τύχη τους και τη σεμνή ζωή τους. » («Τα πλήθη», Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη, μετάφραση Ιωάννα Ευσταθιάδου – Λάππα, Αθήνα, εκδ. Δωδώνη, 1977, σσ. 89-90.)

Πράξη δεύτερη: Ο ποιητής – σκύλος και ποια είναι τα καλά σκυλιά (Ανοίγοντας το δρόμο του μοντερνισμού…)

«...Πολύ ευχαρίστως, θα στρεφόμουν στον Στερν και θα τούλεγα: “Κατέβα από τον ουρανό ή ανέβασε προς εμένα τα Ηλύσια Πεδία, να μ’ εμπνέουν για χάρη των σκυλιών, των καημένων σκυλιών, ένα άξιό σου άσμα, αισθηματία φαρσαδόρε, ασύγκριτε φαρσαδόρε! Γύρισε διάσκελα πάνω σ’ αυτόν τον περίφημο γάιδαρο, που σε συνοδεύει πάντοτε στη μνήμη των απογόνων· και πάνω απ’ όλα, αυτός ο γάιδαρος δεν ξεχνά να κρατά λεπτά κρεμασμένα στο στόμα του, το αθάνατο ‘στεφάνι της τιμής’!”Πίσω, η ακαδημαϊκή μούσα! Δεν ξέρω τι να κάνω μ’ αυτή τη γριά σεμνότυφη. Επικαλούμαι την οικεία μούσα, την αστή, τη ζωντανή, για να με βοηθήσει να τραγουδήσω τα καλά σκυλιά, που ο καθένας αποφεύγει, σαν λοιμώδη κι ελεεινά, εκτός από τον φτωχό, που είναι συνεταίρος τους, και τον ποιητή, που τα κοιτάζει μ’ αδερφικό μάτι. Ουφ, ο ψευτοωραίος, αυτός ο κενόδοξος τετράποδος, Δανός βασιλιάς – Κάρολος, καρλίνος ή αχρείος, τόσο ευχαριστημένος με τον εαυτό του, που πηδά αδιάκριτα στα πόδια ή στα γόνατα του επισκέπτη, σαν νάταν βέβαιος πως αρέσει, ταραχώδης σαν παιδί, ηλίθιος σαν εταίρα καμιά φορά επιθετικός κι ατίθασος, σαν υπηρέτης. Ουφ, αυτά τα φίδια με τα τέσσερα πόδια, που δεν έχουν καν στη μυτερή μουσούδα τους αρκετή όσφρηση για ν’ ακολουθήσουν το δρόμο κάποιου φίλου, ούτε στο πλατύ κεφάλι τους, αρκετή εξυπνάδα, για να μπορούν να παίξουν ντόμινο. Στα σπιτάκια τους, όλα αυτά τα κουραστικά παράσιτα! Να γυρίσουν στο μαλακό κι ενισχυμένο σπιτάκι τους!

Τραγουδώ τον βρώμικο σκύλο, τον φτωχό σκύλο, τον σκύλο χωρίς σπίτι, τον άσωτο σκύλο, τον σαλτιμπάγκο σκύλο, τον σκύλο που το ένστικτό του, σαν το ένστικτο του φτωχού, του μποέμ και του αγύρτη, έχει κεντριστεί θαυμάσια από την ανάγκη, αυτή την καλή μητέρα, αυτή την αληθινή πατρόνα των πνευμάτων. Τραγουδώ τα ολέθρια σκυλιά, αυτά δηλαδή που πλανιώνται μοναχά, στις θλιβερές χαράδρες των απέραντων πόλεων, αυτά που είπαν στον εγκαταλειμμένο άνθρωπο, με ζωηρά και πνευματώδη μάτια: Πάρε μας μαζί σου και θα φτιάξουμε από τις δυο μας δυστυχίες, ένα είδος ευτυχίας!

“Πού πάνε τα σκυλιά;” έλεγε κάποτε ο Νέστωρ Ροκπλάν στο μυθιστόρημά του, που σίγουρα ξέχασε και μόνο εγώ κι ο Σαιντ-Μπεβ ίσως θυμόμαστε ακόμα σήμερα. Πού πάνε τα σκυλιά, λέτε εσείς, τόσο παρατηρητικοί άνθρωποι. Πάνε στις δουλειές τους. Επαγγελματικά ραντεβού, ερωτικά ραντεβού. Μέσα στην ομίχλη, μέσα στο χιόνι, μέσα στις κοπριές, κάτω από τη σκυλίσια ζέστη, κάτω από τη βροχή που κυλά, πηγαίνουν, έρχονται, τρέχουν περνάν κάτω από τις άμαξες, ερεθισμένα από τους ψύλλους, το πάθος, την ανάγκη ή το καθήκον. Σαν κι εμάς, σηκώθηκαν νωρίς το πρωί και ψάχνουν τη ζωή τους ή κυνηγούν τις χαρές τους.

Υπάρχουν αυτοί που κοιμούνται σ’ ένα ερείπιο του προαστίου και που έρχονται κάθε μέρα την ίδια ώρα, να ζητήσουν το δέμα τους στην πόρτα κάποιας κουζίνας του Palais – Royal. Άλλοι που σπεύδουν ομαδικά, σε πάνω από πέντε μέρη, για να μοιράσουν το γεύμα που τους ετοίμασε η ευσπλαχνία μερικών εξηντάρηδων παρθένων, που η αργόσχολη καρδιά τους δόθηκε στα ζώα, μια και δεν την θέλουν πια οι ηλίθιοι άνδρες… Κι όλοι τους είναι πολύ ακριβείς, χωρίς καρνέ, χωρίς σημειώσεις και χωρίς πορτοφόλια.

Μήπως γνωρίζετε το τεμπέλικο Βέλγιο και μήπως θαυμάσατε, σαν κι εμένα, όλα τα ζωηρά σκυλιά, τα δεμένα στο καροτσάκι του κρεοπώλη, της γαλατούς, ή του φούρναρη και που μαρτυρούν με τα θριαμβευτικά, όλο χαρά κι υπερηφάνεια γαυγίσματά τους, πως νιώθουν την ανάγκη ν’ αναμετρηθούν με τ’ άλογα;

Πόσες φορές χάζεψα, χαμογελώντας τρυφερά, όλους αυτούς τους τετράποδους φιλοσόφους, τους φιλόφρονες σκλάβους, τους υποταγμένους ή αφοσιωμένους που το ρεπουμπλικάνικο λεξικό εύκολα θα χαρακτήριζε σαν ανεπίσημους αν η δημοκρατία η τόσο απασχολημένη με την ευτυχία των ανθρώπων, είχε τον καιρό να τακτοποιήσει την τιμή των σκύλων! Και πόσες φορές δεν σκέφτηκα πως ίσως κάπου να υπήρχε (ποιος ξέρει άλλωστε;) για να αποζημιωθεί τόσο θάρρος, τόση υπομονή και μόχθος, ένας παράδεισος, ειδικός για τα καλά σκυλιά, τα κακόμοιρα σκυλιά, τα βουρκωμένα κι απογοητευμένα σκυλιά…Οι βοσκοί του Βιργιλίου και του Θεόκριτου περίμεναν σαν τίμημα των ποικίλων τραγουδιών τους ένα καλό τυρί, ένα φλάουτο καλής κατασκευής ή μια κατσίκα με φουσκωμένα τα μαστάρια. Ο ποιητής που τραγούδησε τους κακόμοιρους σκύλους έλαβε γι’ αποζημίωση ένα όμορφο μονόχρωμο γιλέκο, πλούσιο και μαραμένο συνάμα, που θυμίζει τους φθινοπωρινούς ήλιους, την ομορφιά των ώριμων γυναικών και τα καλοκαίρια του Σαιντ-Μαρτέν…Κι όλες τις φορές που ο ποιητής φορά το γιλέκο του ζωγράφου, είναι αναγκασμένος να σκέφτεται τα καλά σκυλιά, τα φιλοσοφημένα σκυλιά, τα καλοκαίρια του Σαιντ-Μαρτέν και την ομορφιά των πολύ ώριμων γυναικών.»

Πράξη τελευταία: Ο ποιητής προσφωνεί σε μια κρίση αυτογνωσίας: «—Υποκριτή αναγνώστη, όμοιέ μου, αδελφέ μου».

Share This: