Συνομιλώντας με τον νομπελίστα Ορχάν Παμούκ για την Κωνσταντινούπολη…

Συνέντευξη του Ορχάν Παμούκ στον Ανταίο Χρυσοστομίδη και στη Μ. Χαρτουλάρη (ΕΡΤ,2008)

Αποσπάσματα από το ιδιαίτερα κατατοπιστικό άρθρο του Ηλία Μαγκλίνη στην Καθημερινή (23/10/2006):«Στο έργο του Παμούκ αποθεώνεται το ιδανικό της συνύφανσης διαφορετικών πολιτισμών, θέμα ταμπού από την εποχή της ανόδου του κεμαλισμού που ήθελε, και θέλει, την Tουρκία αποκλειστικά έθνος-κράτος. Aλλά αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους τον ψήφισαν τα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας. Kι είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Παμούκ έχει κερδίσει αναγνώστες και κριτική, κυρίως στην Eυρώπη.

Στον λαβύρινθο της Ιστορίας

Aκριβώς αυτό το πολυπολιτισμικό στοιχείο που κυριαρχούσε στα τμήματα της λεγόμενης «ευρωπαϊκής Τουρκίας» κυρίως, αυτό το αμάλγαμα διαφορετικών φυλών, εθνοτήτων, θρησκειών και εν γένει πολιτισμών που έχει αφήσει τη σφραγίδα του στην Kωνσταντινούπολη, κυριαρχεί στην πεζογραφία του Ορχάν Παμούκ. Στο έργο του παρουσιάζει συχνά τους ήρωές του να χάνονται μέσα στα λαβυρινθώδη στενά της Kωνσταντινούπολης, να καταδύονται στην ιστορία και τη μυθολογία του τόπου, να ερωτεύονται αναζητώντας ένα σκοτεινό αντικείμενο όχι μόνο πόθου αλλά και λατρείας, το άλλο τους μισό, απαραίτητο για την ολοκλήρωση της ταυτότητάς τους.

Eμμέσως, ο Παμούκ μάς μιλάει για τον μετεωρισμό του Tούρκου ανάμεσα στον δυτικό τρόπο θέασης των πραγμάτων και στην ανατολίτικη παράδοσή του, ανάμεσα στη Δύση της κληρονομιάς του Διαφωτισμού και στην Ανατολή του παραμυθιού, αλλά και του σκοταδισμού των μουλάδων.

Προσοχή όμως: η Τουρκία δεν είναι Iράν. Οπως ο Παμούκ ήταν ο πρώτος συγγραφέας από τον ισλαμικό κόσμο που στήριξε τον Σαλμάν Ράσντι όταν ο Χομεϊνί τον επικήρυξε, έτσι και ο Ράσντι έσπευσε να υπερασπιστεί τον Παμούκ μόλις έγινε γνωστό ότι κινδύνευε να φυλακιστεί για τις απόψεις του. Να τον υπερασπιστεί από ποιον όμως; Δεν είναι οι μουλάδες που εκδίωξαν τον Παμούκ αλλά ο πανίσχυρος μηχανισμός του στρατοκρατικού κεμαλικού κράτους, που κατά τα άλλα στοχεύει διακαώς στην ένταξη της Tουρκίας στην Eυρωπαϊκή Eνωση.

Στη σχιζοφρενική αυτή Tουρκία ακούστηκε ότι ο Παμούκ δεν θα είχε βραβευθεί αν δεν είχε κάνει τις επίμαχες δηλώσεις υπέρ των Aρμενίων και των Kούρδων. Iσως ο Tούρκος αναγνώστης που σε επιστολή του σε εφημερίδα έγραψε «Mακάρι το Nομπέλ να το είχε πάρει ένας Tούρκος», να είχε δίκιο: το Nομπέλ δεν το πήρε τόσο ένας Tούρκος όσο ένας γνήσιος πολίτης της Iστανμπούλ, ένας βέρος Kωνσταντινουπολίτης. Kαι μπορεί το «Xιόνι» να διαδραματίζεται μακριά από την Πόλη, κάπου στα αρμενικά σύνορα, αλλά για τους Tούρκους εθνικιστές και θρησκόληπτους, ο Παμούκ θα είναι πάντα ένας ύποπτος, ένας ξένος.

Tο χρονικό μιας δίωξης

Tον Φεβρουάριο του 2005 ο Oρχάν Παμούκ έδωσε μια συνέντευξη στο ελβετικό ένθετο Das Magazine, στο οποίο δήλωσε, μεταξύ των άλλων, ότι: «Tριάντα χιλιάδες Kούρδοι και ένα εκατομμύριο Aρμένιοι δολοφονήθηκαν σε αυτά τα χώματα και κανένας δεν τολμά να μιλήσει γι’ αυτό». Λίγο αργότερα, τον Iούνιο του 2005, η Tουρκία εισήγαγε ένα νέο ποινικό κώδικα, ο οποίος περιλαμβάνει το άρθρο 301, σύμφωνα με το οποίο: «Oποιος Tούρκος προσβάλλει την Tουρκική Δημοκρατία ή την Tουρκική Eθνοσυνέλευση, θα του επιβάλλεται ποινή φυλάκισης από έξι μήνες έως τρία χρόνια». Aυτό το άρθρο χρησιμοποίησαν εθνικιστές δικηγόροι προκειμένου να κάνουν μήνυση στον Παμούκ επειδή «εξευτέλισε δημοσίως κάθε έννοια τουρκισμού». Kαθώς όμως η δίωξη του Παμούκ κινήθηκε πάνω σε ένα παράπτωμα που προηγήθηκε της εισαγωγής του σχετικού νόμου, για να προχωρήσει η διαδικασία χρειαζόταν η έγκριση του υπουργείου Δικαιοσύνης. H δίκη ξεκίνησε στις 16 Δεκεμβρίου αλλά το δικαστήριο, ελλείψει της σχετικής έγκρισης, ανέβαλε τη διαδικασία. Eξω από το δικαστήριο είχε συγκεντρωθεί ένας μαινόμενος όχλος που πέταξε αυγά στο αυτοκίνητο που μετέφερε τον Παμούκ, επίσης σε άλλα μέρη της Tουρκίας έκαψαν βιβλία του και φωτογραφίες του, ενώ υπήρξαν και απειλές κατά της ζωής του. Tελικώς, οι κατηγορίες αποσύρθηκαν στις 22 Iανουαρίου του 2006, μία μόλις εβδομάδα πριν από την επιθεώρηση του τουρκικού συστήματος δικαιοσύνης από την Eυρωπαϊκή Eνωση. Πενήντα ακόμα συγγραφείς, δημοσιογράφοι και εκδότες αντιμετωπίζουν παρόμοιες κατηγορίες στην Tουρκία.

«Eίμαι Tούρκος συγγραφέας, ζω μέσα στη γλώσσα μου»

Σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του στο περιοδικό The New Yorker (19.12.2005), και ενώ εκκρεμούσε ακόμα η υπόθεσή του στα τουρκικά δικαστήρια, ο Oρχάν Παμούκ αναφέρθηκε στον χαρακτηρισμό που του απηύθυναν στενοί του φίλοι μετά τη δίωξή του: «Eπιτέλους έγινες Tούρκος συγγραφέας!», δεδομένου ότι η Tουρκία έχει μακρά παράδοση δίωξης των συγγραφέων της.

Kι όντως: είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την Kωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε στις 7 Iουνίου του 1952 από οικογένεια εύπορων Tούρκων. Φοίτησε στο φημισμένο αμερικανικό Kολέγιο Pόμπερτ και στη συνέχεια ξεκίνησε σπουδές αρχιτεκτονικής στο Tεχνικό Πανεπιστήμιο της Πόλης αλλά τις εγκατέλειψε για να σπουδάσει το 1976 δημοσιογραφία στο Iνστιτούτο Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Kωνσταντινούπολης. Aφησε για τρία χρόνια τον γενέθλιο τόπο όταν από το 1985 έως το 1988 ήταν επισκέπτης καθηγητής στα Πανεπιστήμια Kολούμπια και Aϊόβα των ΗΠΑ. Tο 1982 παντρεύτηκε την Aϊλίν Tουρεγκέν, με την οποία το 1991 απέκτησε μία κόρη. Tο 2001 το ζευγάρι χώρισε.

O Παμούκ άρχισε να γράφει στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Tο πρώτο του βιβλίο, «Σκοτάδι και φως», απέσπασε το Bραβείο Mυθιστορήματος Milliyet το 1979 και όταν επανακυκλοφόρησε αναθεωρημένο το 1982 με τον τίτλο «O Tσεβντέτ Mπέης και οι γιοι του» τιμήθηκε με το Bραβείο Mυθιστορήματος Oρχάν Kεμάλ. Tο 2003 τιμήθηκε με το σημαντικό Bραβείο IMPAC στο Δουβλίνο για το μυθιστόρημα «Mε λένε Kόκκινο» και το 2005 απέσπασε το σημαντικότερο λογοτεχνικό γερμανικό βραβείο, το Eυρωπαϊκό Bραβείο Eιρήνης στην έκθεση της Φρανκφούρτης. Tο μυθιστόρημα «Xιόνι» θεωρήθηκε από τους New York Times ένα από τα δέκα κορυφαία βιβλία του 2004. Tα βιβλία του κυκλοφορούν σε περισσότερες από 40 γλώσσες.

Στα ελληνικά, εκτός από το «Σπίτι της σιωπής» (μτφ. Π. Aμπαζής), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, τα βιβλία του Παμούκ κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ωκεανίδα: «Tο λευκό κάστρο», «Tο μαύρο βιβλίο», «H καινούργια ζωή», «Mε λένε κόκκινο», «Iστανμπούλ, Πόλη και αναμνήσεις». Tου χρόνου θα κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα «Xιόνι». Tις μεταφράσεις υπογράφει η Στέλλα Bρεττού.

Χουάν Γκοϊτισόλο: Έπιασε το νήμα της παράδοσης

Ο Χουάν Γκοϊτισόλο γνώρισε τον Ορχάν Παμούκ στην Κωσταντινούπολη, το 1990. Αφορμή της συνάντησής τους, ένα δοκίμιο που είχε γράψει ο Καταλανός συγγραφέας για την Κωνσταντινούπολη, με τίτλο «Η πόλη παλίμψηστο», το οποίο είχε πρόσφατα μεταφραστεί στα τουρκικά. Οταν αργότερα κυκλοφόρησε το «Μαύρο βιβλίο», ο Παμούκ του έστειλε ένα αντίτυπο της γαλλικής έκδοσης. «Το μυθιστόρημα με ενθουσίασε», γράφει ο Γκοϊτισόλο στην εφημερίδα «Ελ Παΐς», σε σημείωμά του μετά την ανακοίνωση της βράβευσης με νομπέλ του Ορχάν Παμούκ. «Του είπα ότι αν ήμουν Τούρκος συγγραφέας θα ζήλευα λίγο, γιατί ήταν το βιβλίο που θα ήθελα να έχω γράψει». Και συνεχίζει:

«Το «Μαύρο βιβλίο» είναι μια στρωματογραφία της Ιστανμπούλ, του υβριδικού παρόντος και του θαμμένου παρελθόντος της, ανίχνευση του ενός στρώματος μετά το άλλο, κάτω από την άσφαλτο της πόλης. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ο Κεμάλ Ατατούρκ έβαλε τέλος στην οθωμανική παράδοση. Η τουρκική λογοτεχνία του 20ού αιώνα μιμήθηκε τη λογοτεχνία της Δύσης. Οι Τούρκοι ποιητές έγραφαν όπως ο Αραγκόν ή ο Νερούδα και οι μυθιστοριογράφοι έγραφαν κοινωνικό μυθιστόρημα στο στυλ του Ζολά ή του Μαξίμ Γκόρκι. Ο Παμούκ ήταν ο πρώτος που αποφάσισε να ξαναπιάσει το νήμα της καταργημένης παράδοσης. Διαισθάνθηκε ότι για να δημιουργήσει ένα στέρεο σύμπαν χρειαζόταν να ανακτήσει το παρελθόν, ότι μόνο αν στηριζόταν σε αυτό θα μπορούσε να κάνει προβολή στο μέλλον, γιατί άλλο πράγμα είναι η επικαιρότητα και άλλο η άχρονη νεωτερικότητα που κυκλοφορεί διαμέσου των αιώνων.

Τα τελευταία χρόνια ο Παμούκ δημοσίευσε μια σειρά σημαντικών έργων, ανάμεσά τους τα «Με λένε Κόκκινο», «Το σπίτι της σιωπής», «Χιόνι». Για το τελευταίο αυτό, που η πλοκή του εκτυλίσσεται στο Καρς, μια πόλη στα ανατολικά της Τουρκίας την οποία γνωρίζω πολύ καλά, μιλήσαμε σε μια δημόσια συζήτηση στη Βαρκελώνη που διοργανώθηκε από τον Κύκλο Αναγνωστών πριν από δέκα μήνες. Ο Ορχάν Παμούκ είναι ένας από τους μεγάλους ζώντες συγγραφείς και η επιτροπή των Βραβείων Νομπέλ αξίζει συγχαρητήρια για την επιλογή της».

Μορίν Φρίλι: Πηγή έμπνευσης είναι η διπλή του ταυτότητα

Η Mayreen Freely, δημοσιογράφος και συγγραφέας η οποία έχει μεταφράσει έργα του Ορχάν Παμούκ στα αγγλικά, θυμήθηκε με την ευκαιρία της βράβευσής του μια προσωπική επίθεση που υπέστη από τον τουρκικό Τύπο. Γράφει στον «Γκάρντιαν»:

«Την περασμένη χρονιά, και ενώ είχε περάσει λίγος καιρός από τότε που δικάστηκε ο Ορχάν Παμούκ επειδή «πρόσβαλε τον τουρκισμό», μια εφημερίδα της Ιστανμπούλ δημοσίευσε ένα άρθρο με τον τίτλο: «Ποια είναι η Μορίν Φρίλι;». Η απάντησή τους ήταν πως ήμουν κάτι παραπάνω από φίλη και μεταφράστρια του Ορχάν· ήμουν μια σκοτεινή πράκτορας που μόνο στόχο της ζωής μου είχα να κερδίσει ο αφέντης μου το Νομπέλ.

Αυτό αποτελούσε μέρος μιας πολύ ευρύτερης εκστρατείας μίσους στον Τύπο της δεξιάς, ένα ψέμα ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα. Η εκστρατεία αυτή ήταν τόσο βάναυση που ήμουν σίγουρη ότι -ακόμα κι αν ήθελε να τιμήσει τον καλύτερο συγγραφέα της Τουρκίας- η σουηδική Ακαδημία η οποία συνήθως αποφεύγει την πολεμική και δεν θέλει να παίρνει οδηγίες από σκοτεινούς πράκτορες, θα ένιπτε τας χείρας της επί του θέματος. Ετσι, αν και συχνά έχω χρησιμοποιήσει τη λέξη «νομπέλ» γράφοντας για το έργο του Παμούκ, ήμουν ίσως ο άνθρωπος που εξεπλάγην περισσότερο στις 12 Οκτωβρίου. Και, καθώς χρειάστηκε να μιλήσω σε διάφορες ραδιοφωνικές εκπομπές, με προβλημάτισε το γεγονός ότι όλες οι συνεντεύξεις ξεκινούσαν με το ίδιο ερώτημα: Πιστεύω ότι είναι πολιτικό αυτό το νομπέλ;

Οχι, δεν το πιστεύω. Ο Ορχάν Παμούκ βρίσκεται στο προσκήνιο εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Είναι ένας εξαιρετικά καινοτόμος λογοτέχνης που τα βιβλία του οφείλουν εξίσου πολλά στους μεγάλους συγγραφείς του 19ου αιώνα όσο και στις νεωτερικές παραδόσεις στις οποίες και ο ίδιος ανήκει. Το θέμα του είναι η σύγκρουση των πολιτισμών, ή μάλλον οι παράξενες και λεπτές συνυφάνσεις αντιθέτων πολιτιστικών παραδόσεων στην Τουρκία του χτες και του σήμερα. Στα ιστορικά μυθιστορήματά του -»Το λευκό κάστρο» και «Τ’ όνομά μου είναι Κόκκινος»- οι σκοτεινές μεταφορές του φωτίζουν τις αντιθέσεις της σύγχρονης ζωής. Στα σύγχρονα έργα του διαπερνά τις σιωπές που επιβάλλονται από την κρατική ιδεολογία για να εκθέσει την αλήθεια γύρω από την εξουσία και τους κατόχους της. Οπως όλοι οι σημαντικοί συγγραφείς στην Τουρκία, έχει συχνά ερωτηθεί και έχει νιώσει υποχρεωμένος να μιλήσει για ζητήματα πολιτικής αρχής. Και έχει μιλήσει με συνέπεια και ευγλωττία για την ελευθερία της έκφρασης.

Οι υπερεθνικόφρονες δικηγόροι που έκαναν αγωγή στον Παμούκ επειδή μίλησε για τη σφαγή των Αρμενίων ελπίζουν να δυναμιτίσουν τον δημοκρατικό διάλογο. Δεν το έχουν (ακόμα) καταφέρει. Οι διανοούμενοι της χώρας έδωσαν μια καλή μάχη, η οποία όμως είχε κόστος, ιδίως για εκείνους που είναι γνωστοί στη Δύση και κυρίως για τον Ορχάν.

Ελπίζω ότι αυτό θα αλλάξει τώρα. Το νομπέλ απονεμήθηκε όχι στον άνθρωπο και τις πολιτικές απόψεις του, αλλά στις λέξεις, στους χαρακτήρες και στις ιδέες του. Γεννημένος στους κόλπους μιας κουλτούρας που έκοψε (πρόσφατα) τις ανατολίτικες ρίζες της, και που παλεύει για να προσδιοριστεί ως δυτική, ο Παμούκ βρέθηκε (όπως όλοι όσοι μεγαλώσαμε στην Ιστανμπούλ) δεσμευμένος με διπλή ταυτότητα όλη του τη ζωή. Αυτό που θα φαινόταν σαν κατάρα για έναν νέο άνθρωπο, υπήρξε η πηγή απ’ όπου τράφηκε η φαντασία του. Πήρε και τις δύο πλευρές της συγκρουόμενης κληρονομιάς του και τις έκανε ενιαίο σύνολο. Παρ’ όλο που συχνά επαίνεσε τη Δύση γιατί έκανε την Τουρκία «ορατή», το μεγαλύτερο επίτευγμά του είναι πως έκανε τη Δύση να δει πώς φαίνεται από τα έξω. Γι’ αυτό έχει τόσους αφοσιωμένους αναγνώστες και στις δύο όχθες του ποταμού».

Share This: