Μικρό δοκίμιο για το Σεφέρη από έναν Σουηδό.

Ο Sture Linnér παρουσιάζοντας το Σεφέρη ως «ποιητή της πέτρας» γράφει:

«Το 1961 συνέβη κάτι αξιοπρόσεκτο στην Ελλάδα: περίπου είκοσι από τις πιο μεγάλες προσωπικότητες των γραμμάτων της χώρας εξέδωσαν ένα επετειακό λογοτεχνικό τόμο 500 μεγάλων σελίδων για να τιμήσουν – ποιον; τι; Ναι, τη μνήμη των τριάντα χρόνων από τη δημοσίευση μιας μικρής 42-σέλιδης ποιητικής συλλογής του Γιώργου Σεφέρη. Λεγόταν Στροφή και πολύ ορθά είχε θεωρηθεί από την αρχή σαν κάτι νέο και αποφασιστικής σημασίας στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Με τις μετέπειτα ποιητικές συλλογές του, o Σεφέρης καθιερώθηκε στο ελληνικό λογοτεχνικό στερέωμα, αλλά όχι μόνο αυτό: ακόμα και οι πολύ απαιτητικοί Άγγλοι και Γάλλοι, όπως επίσης, τελευταία και οι Γερμανοί κριτικοί τον βλέπουν σήμερα (1962) σαν ένα από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ποιητές. Στα σουηδικά, έχουν μεταφραστεί μερικά ποιήματά του από τον Hjalmar Gullberg – εδώ, πραγματικά μπορεί κανείς να μιλήσει για ταύτιση με την πραγματική έννοια της λέξης: ταύτιση μεταξύ δύο ιδιοφυών.

Το πιο αποκαλυπτικό, ίσως, από τα ποιήματα του Σεφέρη είναι “Ο βασιλιάς της Ασίνης”. Είναι εμπνευσμένο από μια και μοναδική λέξη της Ιλιάδας – “ριγμένη εδώ σαν την εντάφια προσωπίδα” λέει ο ποιητής – μια λέξη που ταυτίζει τον βασιλιά της Ασίνης με έναν από τους ήρωες του τρωικού πολέμου. Το κάστρο του ήταν χτισμένο πάνω σ’ ένα βράχο κοντά στο Ναύπλιο. Στις ανασκαφές που έγιναν με την επίβλεψη του αρχαιολόγου Axel W. Persson από την Ουψάλα ανακαλύφτηκε ανάμεσα στ’ άλλα κι ένα μικρό πήλινο αγαλματίδιο, στο οποίο δόθηκε το όνομα Ο λόρδος της Ασίνης. Ο Axel Persson το έδειξε μια μέρα στο φίλο του το Σεφέρη και τον προσκάλεσε να επισκεφτεί το φρούριο. Καθώς ο ποιητής περιφέρεται πάνω στο βράχο, η ξεχασμένη λέξη του Ομήρου και τα αρχαιολογικά ευρήματα γίνονται σύμβολα για ένα χαμένο κόσμο. Πίσω από τα σύμβολα υπάρχει μόνο η ελλειπτική εικόνα του παρελθόντος, η κενότητα από κάθε εμπειρία που τώρα έχει γίνει μόνο μια μνήμη, η κενότητα στην αίσθηση που ο χρόνος απολιθώνει μέσα στον ίδιο τον ποιητή:

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται

υπάρχουν άραγε

ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες

υπάρχουν άραγε

εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς

υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής

εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας

αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου

ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος

η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής

εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας

σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας

ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μες στο βούρκο

εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.

Ο ποιητής ένα κενό.

Το ποίημα αυτό υποδηλώνει το τρόπο του Σεφέρη να εκφράζει την ποιητική του ψυχή μέσα από το χειροπιαστό και μυθικό παρελθόν του ελληνικού τοπίου:

Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα

με σπασμένη φτερούγα

σκήνωμα ζωής,

κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει

με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού

κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο

κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου

με τα αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

Η βαθιά σύνδεση με τον Όμηρο είναι φανερή. Μια φορά ρώτησα το Σεφέρη ποιος από τους αρχαίους συγγραφείς είναι ο πιο σημαντικός γι’ αυτόν. Απάντησε ότι ήταν ο Αισχύλος και μου διηγήθηκε πως όταν διέφυγε από τους κατακτητές το 1941, το μοναδικό βιβλίο από τους κλασικούς συγγραφείς που πήρε μαζί στο δισάκι του ήταν μια έκδοση του Αισχύλου. Εγώ απόρησα: “ Κι ο Όμηρος;” Τα μάτια του έλαμψαν στο μεγάλο βαρύ πρόσωπό του: “Ναι, είναι αυτονόητο, αλλά αυτόν δε χρειάζεται να τον διαβάσω περισσότερο, τον έχω μέσα μου”.

Από το ένα στο άλλο ποίημα μπορεί κανείς να διακρίνει μία κεντρική μορφή, η οποία αποτυπώνεται καλύτερα ως θαλασσοπόρος. Το πνεύμα του Οδυσσέα, ο “πατέρας” του ποιητή. Ο θαλασσοπόρος διηγείται για τον ποιητή

το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανί του καραβιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυχή σου να γίνεται τιμόνι”, μιλάει για
“την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντισμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν-έναν”, και για το
“πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν.” Τα τρία αυτά θέματα από το μύθο του Οδυσσέα βρίσκονται στον κορμό της ποίησης του Σεφέρη και αυτό ερμηνεύεται κατά ένα μέρος από την οδύσσεια της προσωπικής του ζωής.

Γεννημένος το 1900 στη Σμύρνη, μία από τις εφτά πόλεις που λέγεται ότι γεννήθηκε ο Όμηρος, αναγκάστηκε ήδη από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο να καταφύγει στην Αθήνα. Το 1922 διώχτηκαν οι Έλληνες από τις ακτές της μικράς Ασίας, και το σπίτι της οικογένειάς του καταστράφηκε από τη φωτιά που ερήμωσε ολόκληρη τη Σμύρνη. Άστεγος θα παράμενε ακόμα και μέχρι τα 62 του χρόνια, όταν άφησε τη θέση του πρέσβυ στο Λονδίνο για να αναζητήσει το καταφύγιό του στην Αθήνα και να βρει περισσότερο χρόνο για την ποίησή του. Πριν από αυτά και μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, είχε σπουδάσει στο Παρίσι, όπου εμπνεύστηκε από τη διδακτική ποίηση του Valéry για τις διανοητικές δυσκολίες μπροστά στις εκφραστικές ανάγκες της ζωής. Πολύ γρήγορα έκανε άλλη μια ανακάλυψη στο Λονδίνο: Το ποίημα “Μαρίνα” του Eliot. Μαρίνα, ήταν το όνομα της κόρης του Περικλή στον Shakespeare, και τον έφερε πίσω στο Αιγαίο πέλαγο, στα κόκκινα ιστιοφόρα των ασημένιων θαλασσόδρομων. Το 1936, μεταφράζει το δεύτερο ποίημα του Eliot στα ελληνικά και στη συνέχεια επανέρχεται σε αυτόν κάθε φορά με μεταφράσεις και αναλύσεις. Ήδη το 1935, εξέδωσε τη συλλογή Μυθιστόρημα. Περιέχει πολύ Eliot, αλλά κι έναν καθαρό προσωπικό τόνο. Η ιστορία και ο μύθος ζουν στον Σεφέρη, νιώθει βαριά την απαίτηση για πραγμάτωση και συνέχεια. Ο σύγχρονος Έλληνας βρίσκεται εκεί, απογυμνωμένος κληρονόμος.

Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια

και μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ΄ ακουμπήσω,

έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο

έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει.

Με ένα είδους θλίψης, καταπραϋντική αλλά ανήσυχα κραδάζουσα ταπεινότητα, ο ποιητής αγαπά το μάρμαρο αυτό, και αγωνίζεται με αυτές τις πέτρες. Σε στροφές που σε προικισμένες στιγμές μπορεί να φτάσει την μεγαλοσύνη του Αισχύλου, περιγράφει το πώς περιτριγυρίζει στις Μυκήνες και αναζητά “να σηκώσει τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών”, λερωμένα στο αίμα. Αναζητά τον εαυτό του, μακριά από τα ερείπια, μακριά από τα αγάλματα με το “μειδίαμα μιας άγνωστης γαλήνης”, στην “άλλη ζωή”.

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αφήνει το Σεφέρη πάλι άστεγο – καταφεύγει στην Αίγυπτο. Στο δρόμο του ζει τον βομβαρδισμό της Κρήτης. Τη μια νύχτα μετά την άλλη κάθεται αναδιπλωμένος στην αμμουδιά και αναζητά παρηγοριά στον Ερωτόκριτο που αναβλύζει από τη μνήμη του. Το ρομαντικό αυτό ηρωικό ποίημα από την Κρήτη του 17ου αιώνα ήταν κατά την τουρκική κατοχή, και πολύ αργότερα, μια πηγή έμπνευσης για τα μεγάλα και τα μικρά ανάμεσα στους Έλληνες. Από την εποχή των παιδικών του χρόνων στη Σμύρνη ήταν καλά εξοικειωμένος με αυτό: είχε ακούσει το υπηρετικό προσωπικό να τραγουδά μεγάλα κομμάτια απ΄ αυτό και τους μικροπωλητές του δρόμου να το προσφέρουν σε ευτελείς λαϊκές εκδόσεις με άκομψη ξυλοχαρακτική. Αντίσταση στη βαρβαρότητα και την ύβρι, ήταν ένα βασικό θέμα στο ποίημα, και εκθείαζε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια που αμύνεται στην ξένη καταπίεση. Το ποίημα θα συνέχιζε να ηχεί μέσα του στα χρόνια της μακρόχρονης εξορίας του. Μετά το τέλος του πολέμου το αφιερώνει μία ανάλυση, την καλύτερη απ’ αυτές που έγιναν σε όλες τις γλώσσες. Έτσι βλέπουμε το Σεφέρη προσαρτημένο σε μια άλλη παράδοση από εκείνη της αρχαιότητας, μια παράδοση που τον φέρνει μπροστά μέσω της προσφυγιάς στο χρόνο και το χώρο.

Στην Αλεξάνδρεια, ο Σεφέρης βρίσκεται ταυτόχρονα ξεριζωμένος και στο σπίτι του. Νοσταλγεί τις πέτρες. Αλλά εδώ αισθάνεται όπως και στη μικρασιατική ακτή, σε χιλιάδων χρόνων ελληνικό περιβάλλον. Πίσω από την εμπορική πρόσοψη της Αλεξάνδρειας, βλέπει τη μεγάλη ελληνιστική Αλεξάνδρεια, την πρωτεύουσα των Πτολεμαίων, κέντρο ενός εκπληκτικά πλούσιου και πολυποίκιλου κόσμου που περιλαμβάνει πόλεις όπως η Ιερουσαλήμ, η Αντιόχεια και η Έφεσος, βασίλεια όπως της Συρίας και τη χώρα των Μήδων και την ίδια τη Μακεδονία, το κέντρο της κατακτητικής εκστρατείας.

Ο Καβάφης, ο τελευταίος Αλεξανδρινός, για μεγάλο διάστημα της ζωής του, είχε εμπνευστεί από το αλεξανδρινό περιβάλλον ποιήματα μιας νέας τεχνοτροπίας και περιεκτικότητας που στην νέα Ελλάδα δεν είχαν βιώσει, ύστερα από τον Σολωμό και τον Κάλβο της εποχής του απελευθερωτικού αγώνα. Ο Καβάφης πέθανε το 1933, αλλά ο Σεφέρης φέρει στη συνέχεια τα καλύτερα από τον τρόπο της ματιάς του και τις εμπειρίες της ζωής του, ενώ συγχρόνως τα ενσωματώνει στο δική του εξελικτική πορεία, τα αφομοιώνει σε κάτι αυτόνομο προσωπικό. Το 1946 τον αφιερώνει μια διεξοδική μελέτη και στα Δοκίμια του 1962 συμπεριλαμβάνει μία νέα, διεισδυτική ανάλυση του συγγραφικού του έργου.

Το 1942 ο Σεφέρης κατέφυγε στον Ιερό τόπο. Στο δεύτερο μέρος του λεγόμενου Ημερολόγιο Καταστρώματος περιγράφει τη συνάντησή του με συμπατριώτες της προσφυγιάς:

Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία,

Ιερουσαλήμ, πολιτεία της προσφυγιάς.

Κάποτε βλέπεις το μεσημέρι

στην άσφαλτο του δρόμου να γλιστρά

ένα κοπάδι μαύρα φύλλα σκορπισμένα-

Περνούνε διαβατάρικα πουλιά κάτω απ’ τον ήλιο

μα δε σηκώνεις κεφάλι.

Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία!

Όπως ο Οδυσσέας στο ταξίδι του έφτασε στο βασίλειο των νεκρών, έτσι και το alter ego του ποιητή, ο Στρατής Θαλασσινός, στη Νεκρή θάλασσα:

Είμαστε όλοι καθώς η Νεκρή θάλασσα

πολλές οργιές κάτω από την επιφάνεια του Αιγαίου.

Έλα μαζί μου να σου δείξω το τοπίο:

Στη Νεκρή θάλασσα

οχτρούς και φίλους

παιδιά, γυναίκα

και συγγενείς

αεί να τους βρεις.

Είναι στα Γόμορρα

κάτω στον πάτο

πολύ ευτυχείς

που δεν προσμένουν

καμιά γραφή.

“Δεν προσμένουν καμιά γραφή”.

Για πολλά χρόνια ο αγγελιοφόρος επανέρχεται σταθερά στην ποίησή του, έρχεται μόνιμα με ανησυχία και ελπίδα εν όψει ενός μηνύματος. Τώρα, όμως, η καταστροφή ολοκληρώθηκε και συνεπώς η προσμονή πήρε τέλος. Το φθινόπωρο του 1944, ο ποιητής επιστρέφει με ένα συμμαχικό πολεμικό μεταγωγικό καράβι ξανά στην Ελλάδα.

Τέσσερα χρόνια μετά ξαναβρίσκεται στην Μέση Ανατολή σε διπλωματική αποστολή και αργότερα στο Λονδίνο. Η δημιουργία συνεχίζεται ακατάπαυστα. Οι νέες ποιητικές συλλογές είναι μιας αυθεντικότητας διαφορετικής των προηγούμενων. Το 1947 εκδίδει την Κίχλη. Πρόκειται για το όνομα ενός καραβιού που βυθίζεται στα ανοιχτά της αττικής ακτής. Το θέμα, όμως, εξελίσσεται σε ένα πανέμορφο αυτοδιαλογισμό για την ανθρώπινη ζωή και τις συνθήκες της.

Το φως και η σκιά εναλλάσσονται με περιπαιχτική σβελτοσύνη, εικονικά απλές λέξεις παίρνουν νέα περιγράμματα, νέα λάμψη. Οι συλλογισμοί λαμπυρίζουν, θαμποφέγγουν και ξαναλάμπουν, και όλοι μαζί σχηματίζουν μια προέκταση πλεξούδας με προοπτική. Κάτω από την πίεση των γεγονότων στην Κύπρο, ωριμάζει το 1955 ο τρίτος τόμος του Ημερολογίου Καταστρώματος. Περιέχει μερικά από τα πιο εμπνευσμένα ποιήματά του. Το 1962, ο Σεφέρης δημοσίευσε μία συλλογή δοκιμίων, τα οποία έγιναν δεκτά ως τα πιο αξιόλογα που είχαν επιτευχθεί ποτέ στη σύγχρονη Ελλάδα.

Ο χρόνος από τα μέσα της δεκαετίας του τριάντα μέχρι και την αρχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου αποτέλεσε μία ασυνήθιστη πλούσια περίοδο για την ελληνική λογοτεχνία. Η άνθησή της συνεχίστηκε σε εκπληκτικό βαθμό και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Όταν οι Έλληνες, τελευταίοι ανάμεσα στους λαούς της ευρωπαϊκής ηπείρου, έπρεπε να υψώσουν τα όπλα και να υποστούν τα ταπεινωτικά και καταστροφικά χρόνια της κατοχής, η λογοτεχνική ζωή συνέχισε με φρεσκάδα και δύναμη. Θυμάμαι απ’ αυτόν τον καιρό, πώς καινούρια ποιήματα και πεζογραφικά κομμάτια κυκλοφορούσαν σε χειρόγραφα από χέρι σε χέρι και έδιναν θάρρος και έμπνευση. Όταν ο Παλαμάς πέθανε μια ανοιξιάτικη ημέρα του 1943 μαζεύτηκε όλη η Αθήνα γύρω από τον τάφο του, και τα κατοχικά σώματα που αστραπιαία διατάχτηκαν να επιβάλλουν την τάξη εκεί δεν μπορούσαν να εμποδίσουν το αυθόρμητο ξέσπασμα του πλήθους στο τραγούδι της ελευθερίας. Τότε ζούσε ακόμα ο Σικελιανός που μαζί με το Σεφέρη αποτελούσε σύμβολο ακεραιότητας στο ελληνικό πολιτιστικό τοπίο.

Έτσι ήρθε στο μεταξύ η ειρήνη που για τους Έλληνες κατέληξε σε έναν πολύχρονο εμφύλιο πόλεμο. Στο γενικό διχασμό και τον απογοητευτικό αποπροσανατολισμό, η λογοτεχνική δημιουργία δεν βρήκε ερεθίσματα. Η νέα γενιά αισθανόταν παραμελημένη, προδομένη από τον περιβάλλοντα κόσμο και χωρίς στηρίγματα μέσα στη δική της κοινωνία. Ο Ελύτης εξέδωσε αρκετά έργα κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής αλλά μετά σιώπησε κι επανήλθε δεκατρία χρόνια μετά, το 1958. Κατά τον ίδιο τρόπο παρέλυσαν και άλλοι. Μετά το θάνατο του Σικελιανού το 1951, η φωνή του Σεφέρη ήταν η μοναδική που διαπέρασε την αποθάρρυνση και την απομόνωση.

Τη φωνή αυτή, την άκουσαν όλοι, πολύ περισσότερο οι νέοι. Είχαν κουραστεί με τη ρητορική της αρχαιότητας, η οποία συχνά δεν συνοδεύεται με γνήσια προσωπική συμμετοχή, είχαν κουραστεί με όλες τις πατριωτικές διακηρύξεις τη στιγμή που η χώρα κατέρρεε με τον εμφύλιο πόλεμο. Ήθελαν να βγουν από την απομόνωση του κόσμου που τους κρατούσε σε ένα περιφερειακό διάκενο. Συγχρόνως, δεν εμπιστεύονταν όλους εκείνους που παρά τις φιλελληνικές τους διακηρύξεις στέκονταν παθητικοί, την ώρα που η χώρα συνθλίβονταν από τον πόλεμο και την κατοχή – όταν αυτοί δεν συνεργούσαν πραγματικά στην καταστροφή.

Το μήνυμα του Σεφέρη διαπερνά τα εμπόδια και η φωνή του ακούγεται. Η κληρονομιά από τη αρχαιότητα σε αυτόν είναι κάτι περισσότερο από διακοσμητικό υλικό του λόγου και λόγιες ψευδαισθήσεις. Πρόκειται για κάποιον που και στη σκέψη και στο στιλ αφέθηκε πραγματικά να διαποτιστεί από τους μεγάλους κλασικούς, κι ο οποίος στάθηκε κοντά στη ροή της πηγής της μετέπειτα αιώνιας ελληνικής ποίησης και του ελληνικού πολιτισμού, και ιδιαίτερα μάλιστα του λαϊκού. Επιπλέον, κανένας άλλος δεν ήταν τόσο ευαίσθητος αποδέκτης στην ποίηση των μεγάλων χωρών του πολιτισμού.

Με όλον τον εκλεπτυσμένο πολιτισμό και όλους τους βαθιούς τόνους της, η ποίησή του δεν είναι απόλαυση μόνο για λιγοστούς μυημένους. Κανένας στη χώρα του δεν έχει περιγράψει με τόση ενσυναίσθηση και τρυφερή κατανόηση τον απλό άνθρωπο, ο οποίος κατά ένα μεγάλο μέρος ζει την καθημερινότητα αρκετά χλιαρά, χωρίς απογειώσεις και εντάσεις, του οποίου η συνείδηση για τις ανώτερες αξίες και μεγαλύτερη ευθύνη έχει αφυπνιστεί, αλλά παρόλα αυτά δεν θέλει ή δεν αντέχει κάτι άλλο από το να τρώει το λωτό του και να αφήνει τις δελεαστικές μικροσυνήθειες της καθημερινότητας να συνδέουν νωθρά τη μια μέρα με την άλλη. Σε όλη τη λεπτότητα και το μεγαλείο τους, τα ποιήματα του Σεφέρη είναι προσγειωμένα και θερμά αισθησιακά.

Η εκφραστική του μορφή είναι ελεύθερη από κάθε συμβατικό και απατηλό στολίδι. Κάθε σκέψη αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, κάθε τονισμός είναι γνήσιος. “Έχουμε φορτώσει το τραγούδι μας με τόση μουσική κι όπου να ‘ναι βουλιάζει, έχουμε στολίσει την τέχνη μας μέχρι που ο χρυσός κατάπιε το πρόσωπό της” είπε μια φορά. Ο δικός του τόνος είναι καταπραϋντικός αλλά η θάλασσα που σφραγίζει έντονα την ποίησή του τη φέρνει πιο πέρα, να πάλλεται ανάμεσα στις πέτρες και τα βουνά. Στον ποιητικό και τον πεζό λόγο, ο Σεφέρης κράτησε ζωντανό κάτι από το πιο αληθινό και το πιο ωραίο στην υπερχιλιετή ελληνική πολιτιστική παράδοση. (Το κείμενο αυτό του Sture Linnér συμπεριλαμβάνεται στον τόμο I väntar på barbarerna och andra tolkningar av Kavafis / Hjalmar Gullberg – Sture Linnér. P.A. Norstedt &Söners Förlag: 1965. Μετάφραση από τη Σουηδική στην Ελληνική γλώσσα: Ο.Π.) Πηγή: gr-se.com

Share This: