Ποια είναι η θέση και η επιρροή της ποίησης σήμερα;

Στο «υπαρξιακό» αυτό ερώτημα, επιχειρεί, να απαντήσει ο Κώστας Γεργουσόπουλος από τα «Νέα»: «…Τι συμβαίνει και σήμερα η ποίηση, σαφώς βέβαια σε μίζερους καιρούς, δεν βρίσκει πρόθυμο και διαθέσιμο έναν ευαίσθητο αναγνώστη της ποιητικής πρόκλησης; Γιατί δεν συναντώνται στη μέση του δρόμου ο ποιητής με τον παραδοσιακό άλλοτε καταναλωτή ποιητικής τροφής;

Νομίζω πως η αιτία βρίσκεται και στα δύο άκρα. Ο σύγχρονος μέσος άνθρωπος εκτός από την καθήλωσή του στον ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό καναπέ της εικόνας και της εικονικής πραγματικότητας, εκτός από την έλλειψη χρόνου λόγω της καθημερινής καταθλιπτικής θήρας του μεροκάματου, εκτός από την απαξίωση του ποιητικού γεγονότος από τη μαζική κουλτούρα και την προπαγάνδα της, είναι και άοπλος, ξαρμάτωτος από κατάλληλα όπλα και εργαλεία, μέθοδο και πυξίδα προσέγγισης της ποιητικής γλώσσας της εποχής. Όσο περιορισμένο είναι το σύγχρονο κοινό της μοντέρνας μουσικής, της προχωρημένης ζωγραφικής, του αφηρημένου χορού και του πειραματικού θεάτρου και κινηματογράφου, άλλο τόσο ξένη φαντάζει στο μέσο απληροφόρητο και ανέτοιμο κοινό η σύγχρονη ποίηση.

Από την άλλη όμως μεριά ο ποιητής σήμερα ιδιωτεύει, ομφαλοσκοπεί, βυθίζεται στα προσωπικά του πάθη, βρίσκει καταφύγιο σε μυστικές, συνωμοτικές κατακόμβες, όπου δίκην ιερατείου και ασκητικής μοναστηριακής απομόνωσης προσεύχεται, οργίζεται, φαντασιώνεται, ονειρεύεται ή χλευάζει την ερημιά του, την αναισθησία της κοινωνίας και την ισοπεδωτική εκπαίδευση με άτεγκτο επαγγελματικό πρακτικό προσανατολισμό. Όταν η σύγχρονη ποίηση αμφιβάλλει ή ίδια για τη λειτουργική της θέση μέσα στη σύγχρονη κοινωνία, όταν ο ποιητής εμφανίζεται μέσα από το έργο του να αδιαφορεί για τα κοινά ή στην καλύτερη περίπτωση να χλευάζει, να σατιρίζει τους μηχανισμούς που καταπιέζουν την προσωπικότητα και την ελεύθερη έκφραση χωρίς να θέλει, έστω ουτοπικά, να ανοίξει ένα παράθυρο ελπίδας ή να δώσει την ευκαιρία να λειτουργήσει το έργο του σαν σωσίβιο, σαν χειρονομία αλληλεγγύης προς τον δυναστευόμενο και καταδαμαζόμενο σύγχρονο άνθρωπο. Όταν ο ποιητής έπαψε στο έργο του να νιώθει Πολίτης και η ποίησή του αρκείται να περιτυλίγει το Εγώ του με ένα κουκούλι αηδίας, απέχθειας, απαξίωσης προς τα κοινά, είναι φυσικό και λογικό να αρθρώνει μια ιδιόλεκτο, μιαν ποιητική αργκό, που λειτουργεί όπως όλες οι αργκό σαν κώδικας άμυνας, συντεχνίας, συνωμοτικής φράξιας ή μυστικής εταιρείας, σαν λέσχη μυημένων ή καταφύγιο αποσυνάγωγων, διωκόμενων, αιρετικών, πνευματικών λεπρών.

Πώς λοιπόν το απαίδευτο ποιητικά κοινό να προσεγγίσει το καταφύγιο. Κι όταν κάποιος τολμήσει να διεισδύσει στη λέσχη, δεν έχει αποκωδικοποιητή, δεν έχει μετασχηματιστή, δεν έχει φίλτρο και κλειδί να συλλάβει τα ποιητικά μηνύματα. Νιώθει όπως ο καθένας κοινός μέσος άνθρωπος μπροστά σε ένα καρδιογράφημα, μια χημική άλυσο, μια τοπολογική μαθηματική τάξη, μια φαρμακευτική σύνθεση.

Γι΄ αυτό και πολύ συχνά ο κοινός άνθρωπος που άλλοτε ήταν ποιητικά ευαίσθητος, τώρα νιώθει χωρίς άλλο έναν απέραντο σεβασμό για τους ποιητές συνάμα με ένα σύμφυτο με τον σεβασμό φόβο εξαιτίας της κρυπτικότητας, που λειτουργεί ως απειλή, της ποιητικής γλώσσας. Αισθάνεται όπως ο αμέτοχος νομικής ορολογίας κατηγορούμενος που ακούγοντας την εισαγγελική πρόταση αναρωτιέται αν τον αθωώνει ή τον καταδικάζει. Αισθάνεται σαν τον καθημερινό περιδεή ασθενή που κρατώντας μια ιστολογική εξέταση διερωτάται αν οι αναφερόμενοι στη γνωμάτευση ιατρικοί όροι δηλώνουν καλοήθεια ή κακοήθεια.

Θα μου πείτε η ποιητική γλώσσα όπως και η εικαστική, η μουσική, η θεατρική, η ορχηστρική, η κινηματογραφική ακόμη και η αρχιτεκτονική εξελίσσονται, πειραματίζονται, διευρύνουν τις εκφραστικές τους δυνατότητες, ιδρύουν νέες επικράτειες αισθητικής και ποιητικής ηθικής. Και καλά κάνουν. Αλλά η μοναξιά που αισθάνεται ο δημιουργός όταν δεν βρίσκει τον φυσικό του σύμμαχο, τον αναγνώστη, είναι αφόρητη και καταθλιπτική.

Ως εκ τούτου ο ποιητής πέρα από το κουκούλι του ασχολείται πλέον και με την «κουκουλική», με αναφορές στην ποιητική, με καταφυγές στο ερώτημα για την αναγκαιότητα της δημιουργίας και διακειμενικά ανοίγματα στους συνεταίρους της συντεχνίας, μια δηλαδή ποιητική κλειστή αλληλογραφία με τους συμπάσχοντες, τους συγκρατούμενους στο κελί της ποιητικής κλειστοφοβίας ή στην ψευδαίσθηση της κατανόησης μιας φιλικής κατάφασης της παρέας».

p.s : Την πρόσληψη, το ενδιαφέρον την ποίηση και τη μέθεξη σ’ αυτήν τη διαμορφώνει και  τη ρυθμίζει ο δάσκαλος και όχι μόνον στις ταινίες….

Share This: