Μποµπ Ντίλαν,ο ποιητής του πολιτικού ροκ.

«The times they are a-changin» Μποµπ Ντίλαν, 1963. Είναι ένας απότους περισσότερο αναγνωρίσιµους και συζητήσιµους ποπ µύθους. Μια γενεαλογία των ειδώλων του 20ού αιώνα σίγουρα συµπεριλαµβάνει – εάν δεν ξεκινάει από – τη φιγούρα, τους στίχους και τα τραγούδια του ΜποµπΝτίλαν. Ενός ειδώλου που χτίζει τη διαχρονική δηµοτικότητά του στην αντισυµβατικότητα. Με µια δόση γενίκευσης θα µπορούσαµε να πούµε ότι µετά τον Ντίλαν δεν µπορεί να υπάρξει είδωλο της παγκόσµιας µουσικής σκηνής που η δουλειά, η µορφή και ο µύθος του να µην περιέχει, έστω και επιφανειακά, στοιχεία αµφισβήτησης στην κατεστηµένη κοινωνική τάξη.
Η σύγκριση του Μποµπ Ντίλαν με τους ροκ ή τους ποπ αστέρες που τον ακολούθησαν µπορεί να ξενίσει, στον βαθµό που ελάχιστοι παρουσίασαν το ποιητικό βάθος, το µουσικό εύρος των δηµιουργιών του, τις λογοτεχνικές και φιλοσοφικές αναφορές του. Αν όµως εστιάσουµε στο πώς ο ίδιος διαχειρίστηκε τον εαυτό του ως ίνδαλµα, ως δηµιουργό και ως καλλιτέχνη, θα βρούµε ενδιαφέροντα στοιχεία συγγένειας.
Εκτός από µεγάλος συνθέτης και ποιητής, εκτός από παιδί της δεκαετίας του 1960, της κουλτούρας των ναρκωτικών, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, του φιλειρηνικού κινήµατος, του αντικαταναλωτισµού, υπήρξε ταυτόχρονα ο πολλαπλασιαστής ενός νέου στυλ καλλιτεχνικής διασηµότητας που αναφαίνονταν στην εποχή του µε διάφορους τρόπους (µε τον τρόπο του Αντι Γουόρχολ αλλά και µε τον τρόπο του Ελβις Πρίσλεϊ). Της διασηµότητας που αλλάζει διαρκώς προσωπεία, αυτής που σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, αυτής που παίζει µε τα όρια της πραγµατικότητας και της αληθοφάνειας, αυτής που πειραµατίζεται διαρκώς µε την ψευδή, την κατασκευασµένη διάσταση κάθε ταυτότητας.
Η πολλαπλότητα των µουσικών καταβολών και επιλογών του (µπλουζ, κάντρι, ροκ, σόουλ κ.ά.), σε µεγάλο βαθµό, συνδυάζεται µε µια επανάσταση: στην πραγµατικότητα, ο «δηµιουργός» στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής παραγωγής, µετά τον Ντίλαν, έπαυσε να υπάρχει. Ο ίδιος, πάντως, επένδυσε σε δύο αντίθετες εκδοχές του εαυτού του: ο ροκάς κα ιο αναγεννηµένος χριστιανός είναι το ίδιο πρόσωπο που απευθύνεται σε διαφορετικά είδη κοινού, που τολµάει να διαταράξει τις σχέσεις του µε τους θαυµαστές του – αλλά ακριβώς επειδή τους γυρνά την πλάτη στις συναυλίες του τους κάνει ακόµη πιο φανατικούς µαζί του. Αντισυµβατικός; Η ιδιαιτερότητα του Ντίλαν έγκειται στο ότι καταφέρνει οριακά να αµφισβητήσει ακόµα και την αντισυµβατική του µορφή. Σε ένα επάγγελµα, σε µια καλλιτεχνική δραστηριότητα όπου υπάρχει «βιοµηχανική παραγωγή» αντισυµβατικών ποπ και ροκ ειδώλων, αυτός επιµένει να διεκδικεί τη διαφορά, τη µοναδικότητα. Το ιδιόµορφο «κρυφτό» που παίζει εδώ και πέντε δεκαετίες, από την αναµενόµενη και επεκτατική εικόνα της καλλιτεχνικής αυθεντίας, σε µεγάλο βαθµό εξηγεί τη µοναδικότητά του.


Αν και πολλές αναλύσεις θέλουν τον Μποµπ Ντίλαν το πιο αυθεντικό παράδειγµα (µαζί µε την Τζόαν Μπαέζ) της πολιτικοποιηµένης – εναλλακτικής καλλιτεχνικής εκδοχής της Αµερικής, µιας «εξευρωπαϊσµένης» Αµερικής σκεπτόµενης και αναστοχαστικής, δεν θα πρέπει να µας διαφύγει το γεγονός ότι την ίδια στιγµή επιδιώκει να αλλάξει το πολιτικό περιεχόµενο της τέχνης. Αυτός σηµατοδοτεί µε τον καλύτερο τρόπο ότι η πολιτικοποιηµένη τέχνη µπορεί να µην είναι στρατευµένη, να µην κάνει επίδειξη ενός βαρύγδουπου πολιτικού φορτίου: αρκεί να µπορεί να εκφράσει τον «άνεµο που παίρνει» τα ηθικά ερωτήµατα και τις ιδεολογικές βεβαιότητες µε τις οποίες τρέφεται η πολιτική, όπως και κάθε άλλη µορφή της ανθρώπινη δράσης.
Το έργο του Ντίλαν κάνει δυσδιάκριτη τη διάκριση προσωπικού/πολιτικού, παράδοσης/µοντέρνου-εναλλακτικού, ποπ/υψηλού. Εάν κάποιος είναι ο «δηµιουργός» του επιµεληµένου ακατάστατου και ακατάτακτου καλλιτεχνικού ύφους, εάν κάποιος νοµιµοποίησε σε αισθητικούς και κοινωνικοπολιτικούς όρους την «αµφισβήτηση της αµφισβήτησης» ως τρόπο ζωής και µουσικής δηµιουργίας, εάν κάποιος έκανε την αφήγηση ποίηση και µετά τραγούδι, εάν κάποιος καταφέρνει επί χρόνια να απευθύνεται ταυτόχρονα στους «λίγους» και στους«πολλούς», τότε αυτός είναι ο Μποµπ Ντίλαν. Ενας «µύθος» που αντιστέκεται συστηµατικά στη µυθοποίησή του.» (Ανάλυση του Βασίλη Βαμβακά, αλιευμένη από τα «Νέα»)

Share This: