Ο χρόνος στην ποίηση και στο τραγούδι.

Από το χθεσινό αφιέρωμα της «Ελευθεροτυπίας» για τη σχέση μας με το χρόνο και τους τρόπους που αυτή εκφράζεται ή νοηματοδοτείται μέσω της τέχνης ή της επιστήμης,  παραθέτουμε την εξαιρετική ανάλυση της κας Ναταλί Χατζηαντωνίου:

«Από τη μεγαλειώδη καταγραφή της λαϊκής «στιγμής» όπως κατόρθωσε να τη συλλάβει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, τον συγκλονιστικό, υπόγεια μεταφυσικό χρόνο του Γκάτσου, τον συνεχή ιστορικό διάλογο του Μάνου Ελευθερίου, την αγωνία του Κ.Χ. Μύρη για την ιστορική «αποστασιοποίηση» («Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί»), έως το χρόνο-μηδέν των πολύ νέων τραγουδοποιών. Από την ανατολίτικη νωχέλεια, το τσιγάρο, το κομπολόι, το χασίς, στη μεταπολεμική γειτονιά και πλατεία που επέτρεπε ακόμα την ανθρώπινη επικοινωνία και το ραχάτι. Κι από ‘κεί στους σύγχρονους ρυθμούς της μεγαλούπολης όπου, όπως το ‘χε προβλέψει ο Γιάννης Αγγελάκας στις «Τρύπες», «ο χρόνος είναι ένα θλιμμένο καρναβάλι».

Λίγο αργότερα, μια ολόκληρη γενιά νέων τραγουδοποιών «γύρισε τις πλάτες της στο μέλλον» όπως τραγουδούσε κάποτε ο Διονύσης Τσακνής. Τις γύρισε όμως και στο παρελθόν. Κι άρχισε να μιλά, με αγγλόφωνο ή ελληνικό στίχο, για ένα αβέβαιο «τώρα», εσωστρεφές συχνά, ασθματικό, ακόμα κι αν ακούγεται χαρούμενο.

Για τη σχέση του ελληνικού τραγουδιού με την έννοια του χρόνου θα μπορούσε ένας ειδικός να γράψει διατριβή. Κι αυτό γιατί το τραγούδι ως το αμεσότερο αποτύπωμα του λαϊκού πολιτισμού, στην Ελλάδα ειδικά, δεν έπαψε να συνοδοιπορεί είτε με την απτή της καθημερινότητα είτε με την ποιητική της έκφραση. Να παρακολουθεί και να συμμετέχει σε όλες τις εκφάνσεις του «κάθε μέρα» (από τη φτωχολογιά μέχρι την ερωτική έξαρση), αλλά και στις μεγάλες, οδυνηρές πολιτικές αναταραχές (πεδίο που ανέδειξε το μεγαλείο καταρχήν του Μίκη Θεοδωράκη, αδικώντας όμως το, εξίσου σημαντικό, λυρικό του πρόσωπο) ή ακόμα και στις ήσυχες κι ανεπαίσθητες κοινωνικές αλλαγές. Μήπως γι’ αυτό δεν αποδίδεται π.χ. στη Λίνα Νικολακοπούλου, ατύπως, η πρωτοκαθεδρία σε μια «Σχολή»; Εννοούμε εκείνη την τάση στο μεταπολιτευτικό τραγούδι, η οποία κέρδισε ήσυχα το δικαίωμα να μιλά για τον προσωπικό χρόνο του ενός ήρωα, έπειτα από πολλές δεκαετίες που τα τραγούδια αφουγκράζονταν κυρίως τη συλλογική συνείδηση.

Η υπερβολική χρήση αυτού του δικαιώματος έφερε βέβαια τον εγωκεντρισμό. Ετσι η Μαριανίνα Κριεζή, δημιουργός υπέροχων τραγουδιών, πρόσφερε στίχους και για το εύπεπτο ερωτικό χιτάκι «Δεν έχω χρόνο για άλλο πόνο» του Μιχάλη Χατζηγιάννη. Είναι ένα τραγούδι που, εκ των υστέρων, θα μπορούσε να δώσει συμβολικά τίτλο σ’ ένα ολόκληρο «ποπ» ή και λαϊκο-ποπ «κίνημα», το οποίο ισοπεδώνει την αποστολή ολόκληρης της τραγουδοποιητικής μας παράδοσης. Γιατί αν σε κάτι έδινε πάντα χρόνο το καλό ελληνικό τραγούδι ήταν στην, αναγκαστικά συνυφασμένη με τον πόνο, ανθρώπινη περιπέτεια.

Ασφαλώς ο χρόνος και η σχέση μας μαζί του άλλαζε μέσα από το τραγούδι. Και ταυτόχρονα η ίδια η ιστορία του τραγουδιού επιβίωσε μέσα από τον στιχουργικό «τρόπο» των νεότερων τραγουδοποιών: Π.χ. η σχέση του δημοφιλέστερου σύγχρονου τραγουδοποιού, Θανάση Παπακωνσταντίνου, με το χρόνο κατέληξε σε τραγούδια που γεφύρωσαν τα δύο βασικά ρεύματα της τραγουδοποιητικής μας παράδοσης: η φυσική στιγμή του παρόντος, το «τώρα» της φύσης και της καθημερινότητας ως απευθείας κληρονομιά από το δημοτικό, συναντά τη μεταφυσική αγωνία ή τον υπερρεαλισμό του ποιητικού χρόνου, όπως τον αποθέωσε κάποτε το συκοφαντημένο «έντεχνο». Πριν από εκείνον, υπήρξαν και άλλοι που λειτούργησαν ως γέφυρα μεταξύ παραδοσιακού και ποιητικού, όπως κατεξοχήν συνέβη με τον Διονύση Σαββόπουλο ή αργότερα με τους Κατσιμιχαίους. Και πιο πίσω; Δύο τάσεις ίσως μπορεί να διακρίνει κανείς. Κι επειδή μιλάμε για χρόνο, ας επικαλεστούμε δύο εμβληματικά «ρολόγια» του ελληνικού τραγουδιού.

«Το παλιό ρολόι»

Το δημοτικό τραγούδι ακόμα κι όταν συνομιλούσε με την Ιστορία (π.χ. τα «Ακριτικά»), το έκανε σε χρόνο ενεστώτα και με μια απευθείας εικονοποιία. Για το δικό τους «τώρα» μίλησαν και το σμυρνέικο, το ρεμπέτικο και το λαϊκό. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι παραδοσιακοί ή οι λαϊκοί «θησαυροί» δεν συνδιαλέγονταν με τις διαχρονικές ανθρώπινες αγωνίες. Το έκαναν όμως μέσα από το φίλτρο της απτής περιγραφής και της χρήσης άμεσα αναγνωρίσιμων αναφορών κι εξομολογήσεων που φώτιζαν το διαχρονικό νόημα της «στιγμής». Αυτή τη μεγάλη κληρονομιά που μετέφεραν γονιδιακά από τον Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη έως τον Ακη Πάνου («Ενα ρολόι μού ‘χες χαρίσει που το κοιτούσα όταν αργούσες»), παρέλαβε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Και κατόρθωσε, «ζωγραφίζοντας» το παρόν, να μιλήσει για την Ιστορία. Παράδειγμα; «Πίσω απ’ την πόρτα το καρφί και στο καρφί σακάκι». Ή: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά…». Το ίδιο συνέβη και με «το παλιό ρολόι του μικρού σταθμού» και με όλα τα άλλα τραγούδια που, με πρόσχημα το ελάχιστο της καθημερινότητας, μιλούσαν για το μείζον της ύπαρξης. Η ίδια λαϊκή «τεχνική» ανιχνεύεται και σε νεότερους δημιουργούς, όπως π.χ. στον Κορακάκη ή στα λαϊκότερα τραγούδια του Μάλαμα, στα αριστουργήματα του Ρασούλη και σε πολλούς άλλους.

«Ενα ρολόι στο καπηλειό»

Το «έντεχνο», ως σπουδαία ελληνική εφεύρεση, απενοχοποίησε τη σχέση της αμεσότητας του τραγουδιού με τον ποιητικό χρόνο και την υπέρβαση των χρονικών ορίων. Δεν ήταν μόνον οι μεγάλοι ποιητές που μελοποιημένοι κατέλυσαν τη σχέση μας με το χρόνο, επιστρέφοντας πολύ πίσω («Αξιον Εστί το φως και η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου…») ή προφητικά μπροστά («Αντισταθείτε, σ’ αυτόν που χαιρετά απ’ την εξέδρα ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις») ή σ’ ένα άχρονο πεδίο («Τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα…»). Είναι και όσοι καταχωρίστηκαν καταρχήν ως «στιχουργοί», ενώ στη σχέση τους με το χρόνο υπήρξαν υπερβατικοί ή μεταφυσικοί και γι’ αυτό ποιητές. Π.χ. ο Γκάτσος που συνομίλησε με την παράδοση, αλλά και τη μεταφυσική: «Από τον χρόνο τον προδότη, ποτέ δεν γλίτωσε κανείς» ή «Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά». Ο Ελευθερίου που δεν σταμάτησε να κατατρύχεται από την Ιστορία, όχι μόνον όταν ευθέως αναφερόταν στο Βυζάντιο ή στον Μακρυγιάννη ή στο ένδοξο παρελθόν («τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα…»), αλλά κι όταν κατέγραφε ένα προσωπικό παρόν («Ο,τι από σένα τώρα έχει μείνει σε μια φωτογραφία της στιγμής»). Ενα από τα πιο έντεχνα και ποιητικά «ρολόγια» στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού ανήκει βέβαια στον ίδιο τον Μάνο Χατζιδάκι. Είναι το περίφημο «Ρολόι στο καπηλειό»: «Δεν μπορώ. Ο χρόνος φεύγει. Οχι εγώ (…) Ανέβα πάνω στο λεπτό, στον λεπτοδείχτη. Κράτα γερά».

Ουδείς ξεγελάει φυσικά το χρόνο. Ούτε καν η ποίηση. Ετσι άλλοτε το ελληνικό τραγούδι συμβιβάστηκε μαζί του: «Ποιος θα νοιαστεί και ποιος θα παίξει/Χρονοποιός ας είναι η λέξη/γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα/κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα», τραγουδούσε ο Σαββόπουλος που έπαιξε με τον δικό του τρόπο, με το τώρα και με το τότε. «Α ρε χρόνε αλήτη που ανθρώπους κι αγάπες σκορπάς», έγραψε η Νικολακοπούλου.

Αλλοτε οι δημιουργοί πάλεψαν με το χρόνο μάταια: «Αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό», προέβλεπε ο Καββαδίας.

Ομως, ακόμα κι αυτή τη σύμπτωση του παρελθόντος με το μέλλον, υπέρ της έννοιας του μη γραμμικού χρόνου, την έχει προβλέψει το ελληνικό τραγούδι. Ηταν στο Χαράτσι το ’84 όταν ο Ρασούλης έγραφε «Ολα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν…».

Share This: