Γευτείτε την αλήθεια των αλληγορικών μύθων της λογοτεχνίας.

Με αφορμή το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Βιοτεχνία υαλικών», ο Κώστας Γεωργουσόπουλος αναλύει-στα «Νέα» τις κοινωνιολογικές εγγραφές της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας προτρέποντας μας να χρησιμοποιήσουμε τους αλληγορικούς της μύθους για να αντιληφθούμε την ιστορική διαδρομή που μας οδήγησε στο παρόν που βιώνουμε:  «Στο καλύτερο μυθιστόρημα του Κουμανταρέα που ξαναδιάβασα πρόσφατα, τη «Βιοτεχνία υαλικών», ένας ήρωας ονειρεύεται την κλίμακα του Ιακώβ, όνειρο επίσης του βιβλικού ήρωα. Καθώς κοιμάται ο γιος τού Ισαάκ με προσκέφαλο μια πέτρα ονειρεύεται πως βλέπει μια σκάλα που φτάνει έως τον ουρανό όπου αναβοκατεβαίναν άγγελοι… Στο έξοχο κείμενο του Μένη Κουμανταρέα το όνειρο επαληθεύεται αλλά ανάποδα. Η κλίμακα οδηγεί στην καταστροφή, στο χάος, στην αφασία, στην ερημιά. Οι ήρωες επιστρέφουν στη σκληρή πραγματικότητα με μόνο προσκεφάλι μια πέτρα. Στο μυθιστόρημα του συγγραφέα, που φέτος γιορτάζει τα ογδόντα γόνιμα χρόνια του, καταγράφεται η πορεία μιας γενιάς που ξεκίνησε με όνειρα και αγώνες για κοινωνική αλλαγή, συμβιβάστηκε, μπήκε με σχέδια και ενθουσιασμό στο μικροαστικό κουκούλι και η χρυσαλλίδα που έπρεπε να βγει μετατράπηκε σε σκουλήκι γυμνό που το τσαλαπάτησαν οι ερπύστριες ενός ανελέητου συστήματος.

Εβδομήντα χρόνια μετά τον τραυματικό γυάλινο κόσμο που περιγράφει ο Τενεσί Ουίλιαμς, στον δικό μας τραυματικό γυάλινο κοσμάκη κάθε τόσο τα όνειρα για πολυελαίους και φωταψίες γίνονται καντηλέρια, σκοτάδια και ιδεολογικές συσκοτίσεις. Και σκέφτομαι πόσες φορές οι συγγραφείς μας δεν κατέγραψαν με ωμότητα, με οξυδέρκεια, με ακρίβεια αυτή την καθοδική κλίμακα του Ιακώβ απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι από τα πολλά στα λίγα και όπως συμβαίνει πάντα, αφού τους διαβάσαμε (!) και τους θαυμάσαμε, πήραμε τα κείμενά τους ως μυθοπλασία και αγνοήσαμε το αλληγορικό τους σήμαντρο.

Εδώ και εκατόν εβδομήντα χρόνια αστικού κοινοβουλευτικού βίου οι προικισμένοι δημιουργοί περιέγραψαν συχνά την κοινωνική μας κάθοδο ες Αδην, που δυστυχώς στην ιστορία δεν σημαίνει Ανάσταση, όπως στη θρησκευτική δογματική σημειολογία, αλλά καταβύθιση, χαντάκωμα, συντρίμμια, ερειπιώνας. Ο Αντώνιος Μάτεσις στον «Βασιλικό» καταγράφει την απονενοημένη προσπάθεια της παλιάς αριστοκρατίας της γης, του ελληνικού φεουδαρχισμού, να κρατηθεί στη ζωή, αρνούμενη να δεχτεί τη νομοτελειακή μετάλλαξή της στη νέα τάξη πραγμάτων, την αστική, που στηρίζεται περισσότερο στην εμπορική πίστη και στο συναλλακτικό ρίσκο, στον οίστρο της πρωτοτυπίας.

Ο Ξενόπουλος και στα θεατρικά του έργα και στα κοινωνικά του μυθιστορήματα καταγράφει τη μεταβατική περίοδο από τις παλαιές ηθικές, οικονομικές και ιδεολογικές δομές στα μικροαστικά και μεγαλοαστικά ήθη. Οι Βαλέρηδες, οι Βιολάντηδες και οι ποπολάροι, ο κόσμος και ο Κοσμάς παλεύουν στην κορυφή του τρικυμισμένου κοινωνικού πελάγους πάνω σε μια σχεδία, όπως οι αντιήρωες του Παπαδιαμάντη στη σκαμπαβία τους. Αλλοι με νύχια και με δόντια προσπαθούν να κρατήσουν τα «μυστικά» τους και το ιδιοκτησιακό τους δικαίωμα ακόμη επάνω και στα παιδιά τους, άλλοι να ανατρέψουν ήθη και συνήθειες, βολές και συμφέροντα κατεστημένα και άλλοι να διεισδύσουν έρποντας και γλείφοντας και μεταφέροντας από τη βιοτεχνία υαλικών στη βιομηχανία εισαγομένων πολυελαίων Αντουανέτας!

Ο Κουμανταρέας εντοπίζει τη μετάβαση εκεί γύρω στα τέλη του ’60, όπου η γενιά του 114, των συναυλιών του Θεοδωράκη και των Λαμπράκηδων μπαίνει στην παραγωγή, ενώ η χούντα «γυψοκρατεί το μέλλον». Είναι ενδεικτικό ότι οι αντιήρωες του Κουμανταρέα δεν έχουν παιδιά, είναι άτεκνοι ή μαγκούφηδες, πρώην φερέφωνα του κόμματος, πολεμιστές και κλεπταποδόχοι στην Κορέα, λαντζιέρηδες στην Αμερική, πλασιέ και κληρονόμοι βιοτεχνιών που άνθησαν στις δεκαετίες της μετεμφυλιακής δανειοδοτούμενης με δολάρια ανοικοδόμησης και πλαστής αστικοποίησης. Ετσι δεν θα δουν παιδιά τους στα κάγκελα του Πολυτεχνείου, για να τα δουν οι μεταγενέστεροι συγγραφείς να συμβιβάζονται κι αυτά και να μετατρέπονται σε μικροαστούς ή τεχνοκράτες της μεταποίησης, της γραφειοκρατίας, του κομματισμού και της διαπλοκής. Στα δύο έργα του Καμπανέλλη που παίζονται ήδη, στο πρώτο ώριμο αριστούργημά του, στην «Αυλή των θαυμάτων», και στο «Ο δρόμος περνά από μέσα», αποτυπώνονται σε ένα διάνυσμα μισού αιώνα το πώς το παλαιό κοινοτικό, συντροφικό, μίζερο αλλά φιλάδελφο ήθος της αυλής μεταποιείται στη μικροαστική έπαρση της πολυκατοικίας, η λαϊκή αδελφοσύνη στο μικροαστικό ανάδελφον της ατομικής καριέρας. Επίσης στο πώς μια αρχοντιά κι ένα γούστο μιας εποχής σεβασμού στα τιμαλφή μεταποιείται σε εμπόριο και μόδα. Πώς ο ντορβάς του χωριάτη έγινε ταγάρι των μπουάτ.

Μας ειδοποιούσαν οι συγγραφείς, ο Τερζάκης με την «Παρακμή των Σκληρών», ο Καραγάτσης με την πολυώροφη πανσπερμία της πολυκατοικίας στο «Δέκα», ο Αθανασιάδης στους «Πανθέους», ο Τσίρκας και ο Γιώργος Μιχαηλίδης στις τριλογίες τους, η Σωτηρίου στο «Κατεδαφιζόμεθα», ο Ρώμας στις ζακυνθινές του εποποιίες προς την παρακμή των κομήτων, ο Βασιλικός στη δική του τριλογία, ο Βαλτινός στην καταγωγική τραυματική «Δεκαετία του ’60», ο Μπακόλας στην εξαίσια ως γραφή, πικρή όμως «Μεγάλη Πλατεία». Σκοπός τους δεν είναι η καταλογογράφηση.

Αλλά να, πώς να μην το πω, ότι και οι ποιητές από τον πρόλογο της «Φλογέρας του βασιλιά» του Παλαμά («σβησμένες όλες οι φωτιές μέσα στη χώρα») ώς την «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη, τη βουλιαγμένη «Κίχλη» του Σεφέρη, το «Νεκρό σπίτι» του Ρίτσου, τους «Νέους της Σιδώνος» του Αναγνωστάκη, τη «Διαθήκη» του Κατσαρού και τον προφητικό του στίχο «πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία» έως την απελπισία των ταινιών του τελευταίου Αγγελόπουλου, το τοπίο είναι κρανίου τόπος αλλά η κοινωνία μας εξέρχεται χαζοχαρούμενη με εκδρομική αμφίεση να πετάξει τον χαρταετό της, χαρταετό ψευδαισθήσεων, φαντασιώσεων και απατηλών ονείρων.

Και τώρα ο γυάλινος κοσμάκης, που διαπίστωσε πως οι φανταχτεροί πολυέλαιοι δεν ήταν από κρύσταλλο αλλά από πλαστικό, τα σερβίτσια ήταν δανεικά και το ψυγείο είχε κρέατα από πεπιεσμένο χρωματιστό χαρτί, παπιέ μασέ, φτύνει. Το κακό είναι όμως πως από τη χρεοκοπημένη βιοτεχνία υαλικών έχουν ξεχάσει κάτι ανεμιστήρες που γυρίζουν τα σάλια στα μούτρα μας.»

Share This: