«Φέρω μέσα μου όλα τα όνειρα του κόσμου» (Η περίπτωση Pessoa)

 «Το πρόβλημα της ταυτότητας διαπερνά, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, ολόκληρο τον αιώνα μας…Το φάσμα της έλλειψης ταυτότητας ή ο φόβος της απώλειας της στοιχειώνει τόσο τις κοινότητες όσο και τα άτομα. Συνειδητά είτε ασυνείδητα, κάθε άνθρωπος, υπό τον μεγεθυντικό φακό των Σύγχρονων Καιρών, βρίσκεται αντιμέτωπος με το θεμελιακό ερώτημα: Ποιος είμαι; Η πολυδιάσπαση της προσωπικότητας δεν αποτελεί έναν ψυχιατρικό και μόνο όρο: γνωρίζουμε πια νιώθουμε ότι μες στον καθένα από εμάς κατοικοεδρεύουν (ενεδρεύουν) πολλοί άνθρωποι, διαφορετικοί και μάλιστα αντίθετοι μεταξύ τους. Η αναζήτηση του εγώ γίνεται έτσι μια επίπονη διαδικασία, ένα τσουχτερό ψηλάφημα στα τυφλά, μια διαδρομή όλο εφτασφράγιστες πόρτες, σκοτεινές γωνιές, παραμορφωτικούς καθρέπτες, μια επώδυνη ιχνηλασία της εσωτερικής μας κατοικημένης χώρας. Ποιος είμαι; Ποιοι είμαστε; Ένας, κανένας εκατό χιλιάδες, αποκρίθηκε, περί το 1930, ο Πιραντέλλο. Ο Μπόρχες, ο Βαλερύ, ο Κάφκα, έδωσαν με το έργο τους τις δικές τους απαντήσεις (απαντήσεις! Πρόκειται μάλλον για αποκρυστάλλωση ερωτημάτων, για εκγύμναση της συνείδησης). Αλλά ίσως πιο μακριά από όλους, με τον πιο συστηματικό τρόπο, με την πιο ακραία ευαισθησία, προχώρησε στο πεδίο αυτό ο Φερνάντο Πεσσόα. Έχτισε το έργο του αρνούμενος τον εαυτό του, κατασκευάζοντας αντί αυτού δεκάδες καθρέπτες επιλεκτικής αντανάκλασης, δεκάδες “πραγματικά” πρόσωπα προκειμένου να ξεφύγει από το δικό του.

Δεν είμαι τίποτα

Ποτέ δεν θα είμαι τίποτα.

Εκτός αυτού, φέρω μέσα μου όλα τα όνειρα του κόσμου.

…Η γονιμοποίηση αυτή του πρώτου ετερώνυμου ήταν ο αρχικός και βασικός κρίκος μιας αλυσίδας που δεν έχει ακόμη πλήρως καταμετρηθεί. Μέχρι στιγμής, η προσεκτική ιχνηλασία του φανταστικού κόσμου του Πεσσόα έχει φέρει στο φως 72 ετερώνυμους και ημι-ετερώνυμους (72 μάσκες). Όλοι με το δικό τους ύφος, με τη δική τους βιογραφία, υπογράφουν ποιήματα, άρθρα, αποσπασματικά κείμενα. Ανάμεσα τους, οι πιο ολοκληρωμένοι είναι, μετά τον Καέιρο: ο Ρικάρντο Ρέις, νεοκλασικός ποιητής και αρχαιολάτρης φιλόλογος, εξόριστος στη Βραζιλία λόγω φιλομοναρχικών του πεποιθήσεων·ο Αλβάρο ντε Κάμπος, ζωντανή αντίθεση του προηγούμενου, μηχανικός και υμνητής της μοντέρνας τεχνολογίας με ένα ποιητικό ύφος που παραπέμπει στον Ουίλτ Ουίτμαν·ο αγγλόφωνος Αλεξάντερ Σερτς·ο βοηθός λογιστή Μπερνάντο Σοάρες·ο ερμηνευτής και σχολιαστής Αντόνιο Μόρα·και ασφαλώς ο ίδιος ο Φερνάντο Πεσσόα, ο οποίος αντιμετωπίζεται στα έργα των ετερώνυμων του ως ένα απλό πρόσωπο της φανταστικής κοινότητας που ο ίδιος δημιούργησε.

Γιατί, δεν πρόκειται για απλά ψευδώνυμα, αλλά για “φανταστικές προσωπικότητες που ενσαρκώνουν το συγγραφέα έξω από την δική του προσωπικότητα”, όπως το διατυπώνει ο ίδιος ο Πεσσόα, επισημαίνοντας:” το αποδιδόμενο σε αυτά πρόσωπα έργο γίνεται αισθητό στο πρόσωπο ενός άλλου·είναι γραμμένο δραματικά. (…) Στο καθένα από αυτά έθεσα μια διαφορετική έννοια της ζωής, όλες όμως αντλούν την ουσία τους από το σπουδαίο μυστήριο της ύπαρξης”. Ένα αυτοθρυμματισμένο εγώ που προσπαθεί να αναχθεί σ’ ένα προσωπικό γαλαξία ετερωνύμων και ημι-ετερωνύμων.

…Η δυστυχία του Πεσσόα δεν έγκειται- μόνο- στη μιζέρια της καθημερινής του ζωής, στη σωματική του ασημαντότητα, στην ανυπαρξία του έρωτα, στην έλλειψη της μητρικής αγάπης και της οικογενειακής εστίας, στη μη αναγνώριση του από την πατρίδα και την εποχή του: είναι μια βαθύτερη υπαρξιακή απελπισία, ενός ανθρώπου που δεν τρέφει καμία ψευδαίσθηση, δεν διαθέτει καμία ελπίδα και καμία ισχύ. Περιορίζεται να ζει παρατηρώντας τον εαυτό του να ζει , αποσπασμένος απ’ τον εαυτό του. Κατατρωγόμενος εσωτερικά από το βάρος μιας ιδιοφυίας που δεν του προκαλεί την παραμικρή ανάταση. Όθεν, η δημιουργία του φανταστικού κόσμου των ετερώνυμων αποτελεί τέχνασμα απελπισίας, μια διέξοδο διανοητικής ψυχαγωγίας από το προσωπικό του μηδέν, μια ειρωνική εκδίκηση ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό, αλλά και έναν τρόπο να ζήσει- να ζήσει τεχνητά, έστω. Και αλήθεια, στο παιχνίδι αυτό ποιος είναι πιο “πραγματικός”: ο Φερνάντο Πεσσόα, ή ο Ρικάρντο Ρέις, η ο Άλβαρο ντε Κάμπος, ή ο Αλμπέρτο Καέιρο; Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει αποκριθεί προκαταβολικά σ’ αυτό:

Εννοείται πως αγνοώ αν είναι αυτοί

που δεν υπάρχουν ή μήπως ο ανύπαρκτος

είμαι εγώ: σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις,

δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί”

Κι ωστόσο, αυτός ο αδιάκοπος μόχθος να ξεφύγει από το εγώ του δεν ισοδυναμεί με μιαν αγωνιώδη αναζήτηση του εαυτού του; “Γράφουμε για να αποκρυσταλλώσουμε αυτό που είμαστε- ή για να γίνουμε αυτό δεν είμαστε. Και στην μια και στην άλλη περίπτωση, αναζητούμε τον εαυτό μας. Κι αν έχουμε την τύχη να τον βρούμε- δείγμα δημιουργίας- ανακαλύπτουμε πως είμαστε ένας άγνωστος. Πάντα ο άλλος, πάντα αυτός, αχώριστος, ξένος, με το πρόσωπο σου και το δικό μου, εσύ πάντα μαζί μ’ εμένα και πάντα μόνος” (Οκτάβιο Παζ). Αυτό που αποκαλούμε εγώ είναι μια έρημος, μια φυλακή, μια σύμβαση, ένα δόγμα. Συμβιώνουμε στον καθρέπτη μ’ ένα φάντασμα. Το εγώ μας που το φορούμε και το περιφέρουμε περήφανα όπως ο Πεσσόα το αιώνιο μαλακό καπέλο, το παπιγιόν και την γκρίζα γκαμπαρντίνα του, είναι ένα σκιάχτρο. Η καταστροφή του εγώ είναι μια θεμελιώδης πράξη γονιμοποίησης του εαυτού μας. Ο Πεσσόα, που ένιωθε αδιάλειπτα “μιαν επιθυμία να είναι κάποιος άλλος με όλους του τους πόρους”, εκφράζει τη βούληση, την προσπάθεια, την αγωνία του να γίνει ο εαυτός του.

…Και μέσα από το έργο του, γίνεται ο εαυτός μας. Πέρα και πίσω απ’ τις μάσκες που χρησιμοποιεί, η σπαραχτική πολλαπλότητα του Φερνάντο Πεσσόα υποβάλλει μιαν ενιαία και πανταχού παρούσα συνείδηση που μας προσκαλεί σε ένα μεγαλοπρεπές Θέατρο του Είναι. Και, τι παράδοξο: αυτός που προσέφευγε στο ονειρικό σύμπαν προκειμένου “να αποφύγει κάθε συνεργασία με την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου”, αυτό που “έγραφε για να μην διακινδυνεύει να ζει”, αυτός που αισθανόταν σωματικά (άρα και ψυχικά) ανίκανος να επικοινωνήσει με τους πραγματικούς ανθρώπους, αυτός που φρικιούσε μπροστά στο θέαμα της πραγματικής ζωής, μας καθιστά συνοδοιπόρους στην αναζήτηση του. Γιατί, πίσω από το πλήθος των ετερώνυμων και ημι-ετερώνυμων, αυτό που απομένει είναι ένα έργο, ο ανεξόρυκτος ακόμη θησαυρός του μπαούλου του·είναι μια φωνή που εκφράζει , με σπάνια ακρίβεια και αμεσότητα, αμφιβολίες και φόβους τους οποίους μοιραζόμαστε όλοι όσοι αναρωτιόμαστε ποιοι είμαστε ή τι είμαστε, που πηγαίνουμε ή που μας πηγαίνουν, τι είναι αληθινό και σε τι μπορούμε να ελπίζουμε. Παράδοξο, ναι. Πίσω από τις πολυάριθμες μάσκες του, ο Πεσσόα μιλάει στην πραγματικότητα με μια φωνή, φωνή δυνατή και οικεία, φωνή των καιρών μας, δική μας φωνή». (Αλέξανδρος Βέλιος, “Η περίπτωση Πεσσόα”, εισαγωγή στο: Fernando Pessoa, Χωρίς μάσκες, εισαγωγή-μετάφραση Αλέξανδρος Βέλιος, Αθήνα, εκδ. Printa, 1994, σσ. 7-16.)

Share This: